-
1 οκτακλινος
См. также в других словарях:
οκτάκλινος — η, ο (Α ὀκτάκλινος, ον) (για δωμάτιο) αυτός που χωρεί ή περιλαμβάνει οκτώ κλίνες («οκτάκλινη αίθουσα νοσοκομείου») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οκτάκλινο δωμάτιο με οκτώ κλίνες αρχ. το ουδ. ως ουσ. αίθουσα φαγητού με οκτώ κλίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα … Dictionary of Greek