-
1 ὀκτώ
Grammatical information: numeralMeaning: `eight' (Hom.).Compounds: As 1. element beside ὀκτω- in ὀκτω-καίδεκα, ὀκτω-δάκτυλος `with a breadth of eight fingers' (Hp., Ar.) a.o. usu. ὀκτα- (after ἑπτα-, ἑξα- etc.) in ὀκτα-κόσιοι and in many bahuvrihi's, e.g. ὀκτά-μηνος `eight months old, eight monthly' (Hp., X., Arist.).Derivatives: Besides ὀγδοή-κοντα, which like ἑβδομή-κοντα may have started from the basic word, s. v. and ὄγδοος w. lit. Through cross with ὀκτώ also ὀγδώ-κοντα (Β 568 = 652 a.o., s. Sommer Zum Zahlwort 25 n. 2). After ὀγδοήκοντα the late ὀγδοάς f. `a number of eight' (Plu.) for ὀκτάς f. (Arist.). -- Further derivv.: ὀκτά-κι(ς), - κιν `eight times' (Hdt.), ὀκτα-σσός `eightfold' (pap. III p; after δισσός etc.), - χῶς `in eight ways' (EM, Arist.-Comm.).Origin: IE [Indo-European] [775] *h₃eḱtōu `eight'Etymology: Gr. ὀκτώ, Lat. octō, Skt. aṣṭā́(u), Germ., e.g. Goth. ahtau, Lith. aštuo-nì and other cognate forms go back on IE *oḱtṓ(u) (*h₃eḱt-?). Arm. ut` is like El. ὀπτω, reshaped after the word for `seven'. -- The IE word for `eight' was clearly an old dual, but further analysis is quite uncertain. Hypotheses e.g. by W.-Hofmann s. octō, with further lit.; see also Meisinger Gymnasium 57, 74 f. By Ebbinghaus PBBeitr. 72, 319 connected with the word for `four' (to be rejected).Page in Frisk: 2,374-375Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀκτώ
-
2 ὀκτώ
1 eightτεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι P. 9.113
ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη N. 2.22
χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς I. 4.63
]ὀκτὼ κ[ Pae. 3.10
-
3 οκτώ
-
4 ὀκτώ
-
5 ὀκτώ
ὀκτώ, [dialect] Boeot. [full] ὀκτό IG7.3193.6,9 (iii B. C.), Heraclean h[full] οκτώ Tab.Heracl.1.34, Elean [full] ὀπτώ Schwyzer 419.4 (v/iv B. C.): οἱ, αἱ, τά:— indecl.,A eight, Il.2.313, etc.: prov. πάντα ὀ., in reference to the eight spheres, Timoth. ap. Theo Sm p.105 H. (Cf. Skt. a[snull ][tnull ]ā´ a[snull ][tnull ]áu, Lat. octo, Goth. ahtau, etc.) -
6 ὀκτώ
-
7 οκτω
οἱ, αἱ, τά indecl. восемь Hom. etc. -
8 ὀκτώ
ὀκτώ: eight.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀκτώ
-
9 ὀκτώ
-
10 ὀκτώ
ὀκτώ indecl. (Hom.+; loanw. in rabb.) eight 9:8. ὀκ. ψυχαί 1 Pt 3:20; ἡμέραι ὀκ. Lk 2:21; cp. 9:28; Ac 25:6. μεθʼ ἡμέρας ὀκ. after eight days J 20:26. ἐξ ἐτῶν ὀκ. for eight years Ac 9:33.—δεκαοκτώ eighteen Lk 13:4, 11. Also δέκα καὶ ὀκ. vs. 16 (B-D-F §63, 2; Rob. 282f). τριάκοντα καὶ ὀκ. thirty-eight J 5:5.—DELG. M-M. -
11 ὀκτώ
{числит., 9}Ссылки: Лк. 2:21; 9:28; 13:4, 11, 16; Ин. 5:5; 20:26; Деян. 9:33; 1Пет. 3:20.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὀκτώ
-
12 οκτώ
{числит., 9}Ссылки: Лк. 2:21; 9:28; 13:4, 11, 16; Ин. 5:5; 20:26; Деян. 9:33; 1Пет. 3:20.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οκτώ
-
13 ὀκτώ
-
14 οκτώ
αριθ. άκλ. 1.1) восемь; 2) восьмой; 2. (τό) восьмой номер; восьмёрка (тж. карт.) -
15 ὀκτώ
восемь.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὀκτώ
-
16 ὀκτὼ
восемьвосьмиΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὀκτὼ
-
17 οκτώ
[окто] αριθμ ακλ. восемь. -
18 οκτώ
huit -
19 ὀκτω-στάδιος
ὀκτω-στάδιος, = οκταστάδιος, Strab., zw.
-
20 ὀκτω-και-εικοσα-πλασίων
ὀκτω-και-εικοσα-πλασίων, ονος, achtundzwanzigfach, -mal, Plut. Plac. phil. 2, 21.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὀκτω-και-εικοσα-πλασίων
См. также в других словарях:
οκτώ — και οχτώ αριθμ. απόλυτο που δηλώνει ποσότητα 8 μονάδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀκτώ — eight indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
οκτάζυξ — ὀκτάζυξ, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που αποτελείται από οκτώ ζυγά, από οκτώ ζεύγη, που διαιρείται σε οκτώ λωρίδες, σε οκτώ σειρές («ὀκτάζυγος οἴμου» δρόμου που αποτελείται από οκτώ λωρίδες, Παύλ. Σιλεντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ζυξ (<… … Dictionary of Greek
οκταπλός — και οχταπλός, ή, ό και οχταπλούς, ούν (Α ὀκταπλοῡς, οῡν και όος, όον, θηλ. και ὀκταπλῆ) 1. αυτός που αποτελείται από οκτώ μέρη 2. αυτός που είναι οκτώ φορές μεγαλύτερος ή οκτώ φορές περισσότερος, ο οκταπλάσιος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται οκτώ… … Dictionary of Greek
οκτάδραχμος — ὀκτάδραχμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βάρος ίσο με οκτώ δραχμές ή αυτός που αξίζει οκτώ δραχμές 2. αυτός που έχει το προνόμιο να πληρώνει μόνο οκτώ δραχμές ως κεφαλικό φόρο 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀκτάδραχμος φόρος οκτώ δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek