-
1 ὀκτω-και-δεκ-έτης
ὀκτω-και-δεκ-έτης, ὁ, oder -ετής, ές, achtzehnjährig; Dem. 40, 4 (im accus. - κέτη); D. C. 44, 4.
-
2 ὀκτωκαιδεκέτης
ὀκτω-και-δεκ-έτης, ὁ, oder -ετής, ές, achtzehnjährig
1 ὀκτω-και-δεκ-έτης
ὀκτω-και-δεκ-έτης, ὁ, oder -ετής, ές, achtzehnjährig; Dem. 40, 4 (im accus. - κέτη); D. C. 44, 4.
2 ὀκτωκαιδεκέτης