-
1 οκτωκαιτριακοντάμετρος
-
2 ὀκτωκαιτριακοντάμετρος
-
3 ὀκτωκαιτριακοντάμετρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτωκαιτριακοντάμετρος
См. также в других словарях:
οκτωκαιτριακοντάμετρος — ὀκτωκαιτριακοντάμετρος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος τριάντα οκτώ μέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + τριάκοντα + μετρος (< μέτρον), πρβλ. οκτά μετρος] … Dictionary of Greek
ὀκτωκαιτριακοντάμετρος — consisting of thirty eight masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)