-
1 οκτωκαιδεκαδραχμος
См. также в других словарях:
οκτωκαιδεκάδραχμος — ὀκτωκαιδεκάδραχμος, ον (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δεκαοκτώ δραχμών («πωλῶν τὰς κριθὰς ὀκτωκαιδεκαδράχμους», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. οκτά δραχμος] … Dictionary of Greek
ὀκτωκαιδεκαδράχμους — ὀκτωκαιδεκάδραχμος at the price of eighteen drachmae masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)