-
1 οκτασταδιον
-
2 οκταστάδιον
ὀκταστάδιοςeight stadia long: masc /fem acc sgὀκταστάδιοςeight stadia long: neut nom /voc /acc sg -
3 ὀκταστάδιον
ὀκταστάδιοςeight stadia long: masc /fem acc sgὀκταστάδιοςeight stadia long: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ὀκταστάδιον — ὀκταστάδιος eight stadia long masc/fem acc sg ὀκταστάδιος eight stadia long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκταστάδιος — ὀκταστάδιος και ὀκτωστάδιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ στάδια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀκταστάδιον μήκος οκτώ σταδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + στάδιον (πρβλ. εξα στάδιος)] … Dictionary of Greek