-
1 ὀκτά-κωλος
ὀκτά-κωλος, achtgliedrig, mit acht Absätzen, Schol. Ar. Ach. 558.
-
2 ὀκτάκωλος
ὀκτά-κωλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτάκωλος
-
3 ὀκτάκωλος
ὀκτά-κωλος, achtgliedrig, mit acht Absätzen
См. также в других словарях:
τρίκωλος — ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από τρία κώλα ή από τρία μέλη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίκωλον περίοδος με τρεις προτάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου» (πρβλ. ὀκτά κωλος)] … Dictionary of Greek