-
1 οκρίβας
-
2 ὀκρίβας
-
3 οκριβας
-
4 ὀκρίβας
A platform or tribune in the Odeum at Athens, on which the actors appeared at the Proagon, Pl.Smp. 194b ; but expld. as τὸ λογεῖον ἐφ' οὗ οἱ τραγῳδοὶ ἠγωνίζοντο, Hsch.2 = κόθορνος, Philostr.VA6.11, VS1.9.1 : in pl., Id.VA5.9, Them.Or. 26.316d, Luc.Ner.9.II generally, like κιλλίβας,1 painter's easel, Poll.7.129.2 raised seat of the chariot-driver, Hsch., Phot., Suid.3 dub. sens.,ὑπερθέντων ὀκρ[ίβαντα] IG12(8).261
([place name] Thasos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκρίβας
-
5 οκρίβας
(-αντος) ο треножник (подставка); мольберт -
6 ὀκρίβας
ὀκρί-βας, αντος, ὁ, (1) Gerüst auf der Schaubühne, bes. in der Tragödie, von wo herab die Schauspieler sprachen; έφεστῶτα ὀκρίβασιν οὕτως ὑψηλοῖς, vom tragischen Kothurn. (2) die Staffelei des Malers. (3) der erhöhte Sitz des Kutschers, Kutschbock; übh., wie κιλλίβας, ein Gerüst, hinaufzusteigen oder etwas darauf zu stellen; auch = κίλλος, Esel, wilder Bock -
7 κιλλί-βας
κιλλί-βας, αντος, ὁ, ein Gestell, auf welches der Schild weggelegt wird; τοὺς κιλλίβαντας οἶσε παῖ τῆς ἀσπίδος Ar. Ach. 1087, wo der Schol. erkl. τρισκελῆ τινα σκευάσματα, ἐφ' ὧν ἐπιτιϑέασι τὰς ἀσπίδας, ἐπειδὰν κάμωσι πολεμοῦντες, also ein dreibeiniger Bock, der auch zum Tischgestell gebraucht wurde, Ath. V, 208 c. – Bei Poll. 1, 143 ein Theil des Wagengestells. – Ein Gestell zu einer Wurfmaschine, Biton. – Die Staffelei der Maler, Poll. 7, 129. Vgl. ὀκρίβας.
-
8 мольберт
ο οκρίβας, ο οκρίβαντας, разг. το καβαλέτο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мольберт
-
9 οκριβάντων
-
10 ὀκριβάντων
-
11 οκρίβαντα
-
12 ὀκρίβαντα
-
13 οκρίβαντας
-
14 ὀκρίβαντας
-
15 οκρίβαντες
-
16 ὀκρίβαντες
-
17 οκρίβαντι
-
18 ὀκρίβαντι
-
19 οκρίβαντος
-
20 ὀκρίβαντος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀκρίβας — ὀκρίβᾱς , ὀκρίβας platform masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκριβάντων — ὀκρίβας platform masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκρίβαντα — ὀκρίβας platform masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκρίβαντας — ὀκρίβας platform masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκρίβαντες — ὀκρίβας platform masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκρίβαντι — ὀκρίβας platform masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκρίβαντος — ὀκρίβας platform masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… … Dictionary of Greek
οκρίβαντας — ο (ΑΜ ὀκρίβας) τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο μσν. μτφ. υπερυψωμένος τόπος αρχ. 1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια τού… … Dictionary of Greek
τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα … Dictionary of Greek
ὀκρίβασιν — ὀκρίβᾱσιν , ὀκρίβας platform masc dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)