-
1 οκορνος
ὁ саранча Aesch.
См. также в других словарях:
οκορνός — ὀκορνός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀττέλεβος ή πάρνοψ». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άκορνα] … Dictionary of Greek
ὀκορνούς — ὀκορνός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… … Dictionary of Greek