-
1 οκνηρως
1) медлительно, вяло(συσκευάζεσθαι Xen.)
2) нерешительно, робко(προσιέναι Xen.; ὀ. καὴ ἀπροθύμως Plut.)
-
2 οκνηρώς
-
3 ὀκνηρῶς
См. также в других словарях:
ὀκνηρῶς — ὀκνηρός shrinking adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκνηρός — ή, ό (Α ὀκνηρός, ά, όν) αυτός που αποφεύγει την εργασία και κάθε δραστηριότητα, ακαμάτης, τεμπέλης 1. αυτός που διστάζει, ιδίως από φόβο, άτολμος, δειλός 2. νωθρός, βραδυκίνητος 3. (για πράγματα ή για καταστάσεις) δυσάρεστος, ενοχλητικός («ἡμῑν… … Dictionary of Greek
ՊՂԵՐԳԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0653 Chronological Sequence: 6c, 11c մ. ὁκνηρώς pigre, segniter, segnius. Պղերգութեամբ. ծուլաբար. *Ոչ միում իմիք պղերգաբար անհոգութիւն առնել. Փիլ. այլաբ.: *Դուքտակաւին նստեալ՝ պղերգաբար հայիք ʼի գործն. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 19 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)