Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀκνηρῶς

См. также в других словарях:

  • ὀκνηρῶς — ὀκνηρός shrinking adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκνηρός — ή, ό (Α ὀκνηρός, ά, όν) αυτός που αποφεύγει την εργασία και κάθε δραστηριότητα, ακαμάτης, τεμπέλης 1. αυτός που διστάζει, ιδίως από φόβο, άτολμος, δειλός 2. νωθρός, βραδυκίνητος 3. (για πράγματα ή για καταστάσεις) δυσάρεστος, ενοχλητικός («ἡμῑν… …   Dictionary of Greek

  • ՊՂԵՐԳԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0653 Chronological Sequence: 6c, 11c մ. ὁκνηρώς pigre, segniter, segnius. Պղերգութեամբ. ծուլաբար. *Ոչ միում իմիք պղերգաբար անհոգութիւն առնել. Փիլ. այլաբ.: *Դուքտակաւին նստեալ՝ պղերգաբար հայիք ʼի գործն. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 19 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»