-
1 οκνηρά
ὀκνηρόςshrinking: neut nom /voc /acc plὀκνηρά̱, ὀκνηρόςshrinking: fem nom /voc /acc dualὀκνηρά̱, ὀκνηρόςshrinking: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ὀκνηρά
ὀκνηρόςshrinking: neut nom /voc /acc plὀκνηρά̱, ὀκνηρόςshrinking: fem nom /voc /acc dualὀκνηρά̱, ὀκνηρόςshrinking: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 οκνήρ'
ὀκνηρά, ὀκνηρόςshrinking: neut nom /voc /acc plὀκνηρά̱, ὀκνηρόςshrinking: fem nom /voc /acc dualὀκνηρά̱, ὀκνηρόςshrinking: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ὀκνηρέ, ὀκνηρόςshrinking: masc voc sgὀκνηραί, ὀκνηρόςshrinking: fem nom /voc pl -
4 ὀκνήρ'
ὀκνηρά, ὀκνηρόςshrinking: neut nom /voc /acc plὀκνηρά̱, ὀκνηρόςshrinking: fem nom /voc /acc dualὀκνηρά̱, ὀκνηρόςshrinking: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ὀκνηρέ, ὀκνηρόςshrinking: masc voc sgὀκνηραί, ὀκνηρόςshrinking: fem nom /voc pl -
5 οκνηράν
-
6 ὀκνηράν
-
7 οκνηράς
-
8 ὀκνηράς
-
9 ὀκνηρός
-ά,-όν + A 0-0-0-12-3=15 Prv 6,6.9; 11,16; 18,8; 20,4idle, lazy, sluggish, slothful Prv 6,6σῖτα ὀκνηρά the bread of idleness Prv 31,27 Cf. SPICQ 1978a, 614-615; →TWNT -
10 ὀκνηρός
A shrinking, timid,ἐλπίδες -ότεραι Pi.N.11.22
;ἀσθενέας καὶ ὀ. Hp.Acut.28
;- ότερος ἐς τὴν πρᾶξιν Antipho 2.3.5
;ἐς τὰ πολεμικὰ -ότεροι Th.4.55
, cf. 1.142 ; esp. from fear, opp. τολμηρός, D.25.24 ;τὸ θῆλυ -ότερον Arist.HA 608b13
. Adv.- ρῶς
reluctantly,X.
An.7.1.7 ;ὀ. διακεῖσθαι D.10.28
: [comp] Comp.- ότερον X.Cyr.1.4.6
.2 idle, sluggish, Hierocl.Facet.211, al.II of things, causing fear, vexatious, troublesome,ἡμῖν μὲν.. ταῦτ' ὀκνηρά S.OT 834
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκνηρός
См. также в других словарях:
ὀκνηρά — ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc pl ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc/acc dual ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνήρ' — ὀκνηρά , ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc pl ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc/acc dual ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀκνηρέ , ὀκνηρός shrinking masc voc sg ὀκνηραί , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηράν — ὀκνηρά̱ν , ὀκνηρός shrinking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηράς — ὀκνηρά̱ς , ὀκνηρός shrinking fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερραθυμημένως — ἐρραθυμημένως (Μ) με ραθυμία, νωχελικά, οκνηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερραθυμημένος, μτχ. μέσου παρακμ. τού ρ. ραθυμούμαί] … Dictionary of Greek
κατεγνυπωμένως — (Α) επίρρ. οκνηρά, με νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατεγνυπωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου *κατα γνυ πῶ / όω < κατ(α) * + * γνυπῶ < θ. γνυ , συγγενές τού γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα. Πρβλ. τις γλώσσες τού Ησυχίου γνυπτεῖν ἀσθενεῖν,… … Dictionary of Greek
κηφηναρειό — το 1. σύνολο οκνηρών και παράσιτων ανθρώπων 2. ο τόπος στον οποίο ζουν οκνηρά άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηφήνας + κατάλ. αρειό (πρβλ. γυφτ αρειό, τεμπελ αρειό)] … Dictionary of Greek
νέθω — 1. γνέθω, κλώθω 2. παροιμ. «νέθει, νέθ η παπαδιά κι ο παπάς ξεβράκωτος» λέγεται για άτομα οκνηρά και ανίκανα για κάποιο έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε με συμφυρμό τών λ. νέω και νήθω (πρβλ. γνέθω)] … Dictionary of Greek
νωχελικός — ή, ό [νωχελής] 1. αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος, νωχελής 2. αυτός που γίνεται με νωχέλεια («νωχελικές κινήσεις»). επίρρ... νωχελικώς και ά με νωχέλεια, οκνηρά … Dictionary of Greek
καλλιονυμίδες — (Callionymidae). Οικογένεια περκόμορφων ψαριών. Περιλαμβάνει βενθικά ψάρια μήκους μικρότερου από 30 εκ., τα οποία ζουν στις εύκρατες και ψυχρές θάλασσες. Έχουν πλατύ κεφάλι, μεγάλα στηθικά πτερύγια και τα περισσότερα από αυτά δεν έχουν λέπια. Τα… … Dictionary of Greek