-
1 οιζυραίς
-
2 ὀιζυραῖς
См. также в других словарях:
ὀιζυραῖς — ὀϊζῡραῖς , ὀιζυρός woeful fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οιζυραίς
2 ὀιζυραῖς
ὀιζυραῖς — ὀϊζῡραῖς , ὀιζυρός woeful fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)