-
1 οθονιον
τό [demin. к ὀθόνη См. οθονη]1) полотняная ткань, полотно, пелена Arph., NT.2) парус Dem., Polyb.3) полотняная одежда Luc. -
2 ὀθόνιον
{сущ., 5}Ссылки: Лк. 24:12; Ин. 19:40; 20:5-7. LXX: 5466 (ןידִָס) в Суд. 14:13 и 6593 (התֶּשְׁפִּ) в Ос. 2:7, 11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὀθόνιον
-
3 οθόνιον
{сущ., 5}Ссылки: Лк. 24:12; Ин. 19:40; 20:5-7. LXX: 5466 (ןידִָס) в Суд. 14:13 и 6593 (התֶּשְׁפִּ) в Ос. 2:7, 11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οθόνιον
-
4 ὀθόνιον
пелена (полотняная ткань, использовалась для обвивания тела перед погребением), плащаница; LXX: (סָדִין) в Суд 14:13 и (פִּשְׂתֶּה) в Ос 2:7,11.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὀθόνιον
-
5 προπεταννυμι
(рас)простирать впереди, заслонять(ὀθόνιόν τινος Arph.)
π. ἑαυτόν τινος воен. Xen. — прикрывать собой кого-л. -
6 3608
{сущ., 5}Ссылки: Лк. 24:12; Ин. 19:40; 20:5-7. LXX: 5466 (ןידִָס) в Суд. 14:13 и 6593 (התֶּשְׁפִּ) в Ос. 2:7, 11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3608
См. также в других словарях:
ὀθόνιον — linen cloth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐθόνιον — ὀθόνιον , ὀθόνιον linen cloth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονίοις — ὀθόνιον linen cloth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονίοισι — ὀθόνιον linen cloth neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονίοισιν — ὀθόνιον linen cloth neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονίου — ὀθόνιον linen cloth neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονίων — ὀθόνιον linen cloth neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονίῳ — ὀθόνιον linen cloth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόνια — ὀθόνιον linen cloth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οθονιακός — ὀθονιακός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οθόνιον, στο ύφασμα, στο ένδυμα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀθονιακός ο έμπορος υφασμάτων 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀθονιακόν φόρος που καταβαλλόταν για τα υφάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθόνη / ὀθόνιον +… … Dictionary of Greek
οθόνιο(ν) — το (Α ὀθόνιον και ὀθόνειον) [οθόνη] 1. τεμάχιο οθόνης, τεμάχιο λεπτού λινού υφάσματος, λινό ύφασμα 2. στον πληθ. τα οθόνια λινοί επίδεσμοι ή ξαντό για τα τραύματα αρχ. 1. ύφασμα κατάλληλο για την κατασκευή ιστίων πλοίου 2. στον πληθ. α) λινά… … Dictionary of Greek