Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὀθόνινος

См. также в других словарях:

  • οθόνινος — η, ο (Α ὀθόνινος, ίνη, ον) [οθόνη] κατασκευασμένος από λεπτό λινό ύφασμα, πάνινος, λινός αρχ. φρ. «ὀθόνινον πρόσωπον» (στον Πλατ.) προσωπείο, προσωπίδα …   Dictionary of Greek

  • ὀθόνινον — ὀθόνινος of fine linen masc acc sg ὀθόνινος of fine linen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθονίνη — ὀθόνινος of fine linen fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθονίνην — ὀθόνινος of fine linen fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθονίνου — ὀθόνινος of fine linen masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθονίνας — ὀθονίνᾱς , ὀθόνινος of fine linen fem acc pl ὀθονίνᾱς , ὀθόνινος of fine linen fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»