-
1 ὀθόνη
ὀθόνη, ἡ, seine, weiße Leinwand, u. daraus gemachte seine, leichte Kleider der Frauen; ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀϑόνῃσιν, Il. 3, 141; αἱ μὲν λεπτὰς ὀϑόνας ἔχον, 18, 595; καιροσέων δ' ὀϑονέων, Od. 7, 107, s. καιροσέων; für »Segel« steht es im plur. Satyr. 5 (X, 5), wie νεῶν Mel. 80 (XII, 53); auch Luc. oft, ὁ ἄνεμος ἐμπίπτων τῇ ὀϑόνῃ Iov. Trag. 46, Segel, wie V. H. 2, 38, u. öfter für seine Leinwand, Gewand, ἐσταλμένος ταῖς ὀϑόναις γελοίως Mort. D. 3, 2.
-
2 ὀθόνη
ὀθόνη, ἡ, seine, weiße Leinwand, u. daraus gemachte seine, leichte Kleider der Frauen; für 'Segel' steht es im plur. -
3 παρα-κρούω
παρα-κρούω (s. κρούω), daneben, an der Seite schlagen, dran vorbei schlagen, dah. falsch schlagen, bes. ein Saiteninstrument; wegstoßen, -schlagen, Plut. Sull. 18 Lucull. 28; aber ἡ ὀϑόνη παρακέκρουσται ist = ist beigesetzt, Luc. catapl. 1. – Uebtr. nach Harpocr. μετῆκται ἀπὸ τοῦ τοὺς ἱστάντας τι ἢ μετροῦντας κρούειν τὰ μέτρα καὶ διασείειν ἕνεκα τοῦ πλεονεκτεῖν, also eigtl. an die Wagschale oder das Maaß schlagen und dadurch betrügen, schnellen, vom rechten Wege abführen, οὐκ ἄν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά, Plat. Crit. 47 a; besonders im med., παρακρούσασϑαι, dem ἐξαπατῆσαι entsprechend, Dem. 24, 79, u. oft dem φενακίζειν entsprechend, wie 31, 12; mit doppeltem accus., πῆ παρακρούεταί ποϑ' ἕκαστα ὑμᾶς, 29, 1; τηλικοῦτον πρᾶγμα παρακρουόμενοι τοὺς δικαστάς, 43, 39; vgl. Wolf Lept. p. 291; Sp., μῶν παρακέκρουσμαί σε, Luc. Tim. 57; pass., παρακρουσϑῆναι ὑπὸ τῆς γοητείας, Din. 1, 66; ἡ πόλις παρακέκρουσται, Dem. 24, 37 (aber παρακεκρουμένος 6, 23 Bekk., vulg. mit σ) Plat. τὰ σφάλματα, ἃ αὐτὸς ὑφ' ἑαυτοῦ καὶ τῶν προτέρων συνουσιῶν παρεκέκρουστο, Theaet. 168 a; ὑφ' οὗ παρακρουσϑῆναι πολλούς, Pol. 34, 5, 2. – Auch παρακεκροῦσϑαι τῶν φρενῶν ἢ τοῦ νοῦ, nach Phryn. in B. A. 59, 27 παραπεπαῖσϑαι καὶ μὴ ἐν τῷ καϑεστῶτι εἶναι, verrückt sein; u. so auch neutral, παρέκρουσε, er war wahnsinnig, Hippocr. u. Sp.
-
4 ὀθόνιον
ὀθόνιον, τό, dim. von ὀϑόνη, bes. kleine Stücke Leinwand, oder Charpie, zum Verbinden der Wunden, Ar. Ach. 1139; Medic.; – bei Pol. 5, 89, 2 Segeltuch; – ἐν ὀϑονίοις, Luc. Philops. 34.
См. также в других словарях:
ὀθόνη — fine linen fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόνῃ — ὀθόνη fine linen fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οθόνη — Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή… … Dictionary of Greek
οθόνη — η 1. ύφασμα βαμβακερό λεπτό, σεντόνι. 2. καραβόπανο. 3. το πανί όπου προβάλλεται η κινηματογραφική ταινία: Κινηματογραφική οθόνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀθόναι — ὀθόνη fine linen fem nom/voc pl ὀθόνᾱͅ , ὀθόνη fine linen fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονέων — ὀθόνη fine linen fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονῶν — ὀθόνη fine linen fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόναις — ὀθόνη fine linen fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόναισι — ὀθόνη fine linen fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόνην — ὀθόνη fine linen fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόνης — ὀθόνη fine linen fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)