Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὀδάξομαι

См. также в других словарях:

  • οδάξω — ὀδάξω και ὀδαξῶ και ἀδαξῶ, άω (Α) 1. δαγκώνω 2. (συν. το μέσ.) ὀδάξομαι και ὀδαξῶμαι, άομαι και ὀδαξοῡμαι, έομαι προκαλώ κνησμό ή πόνο με δάγκωμα ή τσίμπημα 3. αισθάνομαι φαγούρα ή πόνο που οφείλεται, κυρίως σε δάγκωμα 4. προκαλώ αμυχές στο δέρμα …   Dictionary of Greek

  • οδαξησμός — ο (Α ὀδαξησμός και ὀδαξισμός) νεοελλ. ιατρ. ερεθισμός τού δέρματος ο οποίος προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε διαταραχή τής λειτουργίας τών νεύρων, χωρίς να υπάρχει εμφανής δερματική βλάβη αρχ. κνησμός, φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι… …   Dictionary of Greek

  • οδαξητικός — ὀδαξητικός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί κνησμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. ητικός (πρβλ. κιν ητικός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»