-
1 ὀδυρμός
ὀδυρ-μός, ὁ,A lamentation,ὀδυρμοὶ καὶ γόοι A.Pr.33
; ;θρήνων ὀδυρμοί Id.Tr. 609
;ὀδυρμοὺς, καὶ οἴκτους Pl.R. 387d
; θρήνων τε καὶ ὀδυρμῶν ib. 398d, al., cf. Call.Fr.1.7 P.: c. gen., τῆς τύχης ὀ. lamentation for.., Plu.Demetr.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδυρμός
См. также в других словарях:
οικτιρμός — ο (ΑΜ οικτιρμός) οίκτος, ευσπλαγχνία, συμπάθεια, λύπηση («κρέσσων οἰκτιρμοῡ φθόνος», Πίνδ.) αρχ. στον πληθ. οἱ οἰκτιρμοί συναισθήματα οίκτου («καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + κατάλ. μός … Dictionary of Greek