Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὀδυνηρότερος

См. также в других словарях:

  • ὀδυνηρότερος — ὀδυνηρός painful masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδυναίτερος — ὀδυναίτερος, έρα, ον (Α) ανώμαλος συγκριτ. τ. τού οδυνηρός ή τού οδυνώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό οδυνηρότερος τού ὀδυνηρός) < ὀδύνη + κατάλ. αίτερος (πρβλ. παλ αίτερος, σχολ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»