-
1 ὀδυνηρός
ὀδυνηρός, schmerzhaft; ἕλκος ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῠτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; βίος, Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα πάϑη πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2.
См. также в других словарях:
ὀδυνηρότερος — ὀδυνηρός painful masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδυναίτερος — ὀδυναίτερος, έρα, ον (Α) ανώμαλος συγκριτ. τ. τού οδυνηρός ή τού οδυνώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού (που μαρτυρείται παρλλ. με τον συγκριτικό οδυνηρότερος τού ὀδυνηρός) < ὀδύνη + κατάλ. αίτερος (πρβλ. παλ αίτερος, σχολ… … Dictionary of Greek