-
1 οδοντωτή
-
2 ὀδοντωτῇ
-
3 οδοντωτή
-
4 ὀδοντωτή
-
5 зацепление
1. (на крюк) το αγκίστρωμα 2. (шестерён) η ζεύξη, η εμπλοκήзубчатое - οδοντωτή -, οι οδοντωτοί τροχοί- зубчатое косозубое см. зубчатое винтовое -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зацепление
-
6 передача
1. свз. (передаваемая информация) η μετάδοση, η διαβίβαση, η εκπομπήмногоканальная - των πολλών διαύλων/καναλιώνпробная - в полёте ав. δοκιμαστική - κατά την πτήσηцветная - (тлв.) έγχρωμη -2. (вид излучения) η εκπομπή, η ακτινοβολία 3. (механизм передачи движения) η μετάδοση- зубчатая геликоидальная - см. - зубчатая винтовая - зубчатая планетарная οδοντωτή πλανητική -зубчатая - с внешним{}внутренним{} зацеплением οδοντωτή - με εξωτερική/εσωτερική μετάδοσηканатная - με σύρματα/σχοινιάремённая - με ιμάντα, η ιμαντοκίνηση4. (действие) η μεταβίβασ/η, η μεταφοράбез права - и юр. χωρίς/δίχως δικαίωμα - ης- управления вчт. - του ελέγχου5. физ. η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передача
-
7 насос
η αντλίαподавать - ом παρέχω/δίνω με -винтовой - ελικοφόρος -, κοχλιοφόρα/κο-χλιωτή -высоконапорный - см. - высокого давления газовый - αερίωνгрузовой мор. - φορτίουдвухступенчатый - δύο βαθμίδων, διβάθμια -двухцилиндровый - δύο κυλίνδρων, διπλή -масляный - του ελαίου/λαδιούнагнетательный - της πίεσης/κατάθλιψηςосушительный мор. - των σεντινώνподающий ав. - παροχήςподкачивающий ав. см. подающий -продувочный - της εξαέρωσης/σάρωσηςради-ально-поршневой - περιστροφική - με την παλινδρομική κίνηση των εμβόλωνроторный - με ρότορα/στροφέαручной - χειροκίνητη -, η χειραντλίαстояночный мор. - του λιμανιού, судовой - του πλοίουтопливный - του καυσίμου, тормозной (ж - д.) - της πέδηςтрюмный мор. - του κύτους/αμπαριούцентробежный - сдвусторонним всасыванием φυγόκεντρος - με διπλή αναρρόφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насос
-
8 венец
1. стр. (сруба) η οριζόντια σειρά ξύλινων δοκαριών 2. маш. η στεφάνηзубчатый - οδοντωτή -, η οδόντωση3. (ореол) η άλως 4. (венок) το στεφάνι 5. астр. η άλως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > венец
-
9 зубарь
тех. η οδοντωτή πλάνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зубарь
-
10 маховик
ο σφόνδυλος, ο στρόφαλος, разг. το βολάντιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маховик
-
11 рейка
1. (деревянная планка для крепления, перекрытия пазов) η σανίδα, το πέταυρο 2. (разновидность пиломатериала, получаемая опиловкой кромок досок) η (λεπτή) στενή σανίδα 3. (деревянный брусок с делениями для промеров) о πήχυς-μετρητής 4. (зубчатая) η οδοντωτή ράβδος/τροχιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рейка
-
12 цинубель
(инструмент) η οδοντωτή πλάνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цинубель
-
13 шов
1. тех. η ραφήο αρμός2. (анат., мед.) η ραφήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шов
-
14 אנדרטין
אנדרטיןf., Tosef.Kel.B. Mets. IV, 8, prob. אֹודֹונְטֹוטִי (ὀδοντωτή, sub. ξύστρα) a teethed strigil; cmp. Kel. XIV, 3 מגירה.
См. также в других словарях:
ὀδοντωτῇ — ὀδοντωτός with large teeth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοντωτή — ὀδοντωτός with large teeth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
παλάγκο — Αναρτώμενη ανυψωτική διάταξη που κινείται μηχανικά ή με το χέρι. Υπάρχουν στάσιμα και κινητά π. αναρτημένα σε ειδικά φορεία, που μετακινούνται σε εναέρια γραμμή. Το π. που κινείται με το χέρι αποτελείται από κορμό, στον οποίο βρίσκεται ο… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
βαθμίδα — Το σκαλί, το σκαλοπάτι· η σκαλιέρα των ναυτικών· το κάθισμα σε ένα αμφιθέατρο· η θέση, η τάξη που καταλαμβάνει κάποιος στη σταδιοδρομία του. (Γεωλ.) Χαρακτηρίζονται β. οι υποδιαιρέσεις τις οποίες καθιέρωσαν οι γεωλόγοι για κάθε σειρά ιζηματογενών … Dictionary of Greek
δαντελωτός — ή, ό 1. όποιος είναι στολισμένος με δαντέλες ή όποιος μοιάζει με δαντέλα («δαντελωτό φόρεμα») 2. όποιος έχει περίγραμμα ίδιο με την οδοντωτή πλευρά τής δαντέλας, κυματοειδής («δαντελωτά ακρογιάλια») … Dictionary of Greek
εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… … Dictionary of Greek
λεβάντα — Είδος δικοτυλήδονου, φρυγανώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Lavandula spica. Πρόκειται για πολύκλαδο θάμνο που φτάνει σε μέγιστο ύψος τα 45 εκ. Η λ. διαθέτει γραμμοειδή, λογχοειδή, σχεδόν… … Dictionary of Greek
ξύστρα — η (ΑΜ ξύστρα) νεοελλ. 1. κάθε εργαλείο που χρησιμεύει για το ξύσιμο και τη λείανση μιας επιφάνειας 2. μικρό εργαλείο που κάνει αιχμηρά διάφορα αντικείμενα («ξύστρα για μολύβια») 3. μουσ. κρουστό ιδιόφωνο μουσικό όργανο που αποτελείται από ανώμαλη … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek