Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀδοντωτοῦ

См. также в других словарях:

  • ὀδοντωτοῦ — ὀδοντωτός with large teeth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών …   Dictionary of Greek

  • γρανάζι — και γρενάζι και γκρανάζι, το 1. οδοντωτός τροχός 2. προεξοχές και εγκοπές οδοντωτού τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < γαλλ. engrenage] …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • οδόντωμα — το 1. το τμήμα που προεξέχει στο άκρο ξύλινων, μαρμάρινων ή μεταλλικών εξαρτημάτων και χρησιμεύει στη συνένωσή τους με άλλα όμοια, με εναλλασσόμενη προσαρμογή τών εσοχών τού ενός στις εξοχές τού άλλου 2. η οδόντωση τού οδοντωτού τροχού 3. το… …   Dictionary of Greek

  • οδόντωση — η [οδοντώνω] 1. η εμφάνιση τών πρώτων δοντιών στον άνθρωπο, η οδοντοφυΐα 2. εγκοπές και προεξοχές με τις οποίες επιτυγχάνεται η σύζευξη μεταλλικών ή άλλων αντικειμένων 3. τεχνολ. το σύνολο τών εγκοπών και τών προεξοχών, δηλαδή τών δοντιών,… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • σκυτάλιον — τὸ, Α [σκύταλον] υποκορ. 1. μικρή ράβδος 2. μικρός σωλήνας 3. μοχλός με τον οποίο κινείται βαρούλκο 4. υποστήρισμα, υπέρεισμα 5. δόντι οδοντωτού τροχού 6. είδος φυτού …   Dictionary of Greek

  • τορμίσκος — ο, Ν τεχνολ. 1. μικρός τόρμος, προεξοχή, δόντι σε μηχάνημα ή σε σκεύος 2. φρ. «ανασταλτικός τορμίσκος» μικρή προεξοχή που εμποδίζει την ανάστροφη περιστροφή οδοντωτού τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρμος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ψάλιον — τὸ, ΜΑ, και ψάλλιον και αιολ. τ. σπάλιον Α αλυσίδα τού χαλινού τών αλόγων η οποία περνάει κάτω από το σαγόνι («τὸ περὶ γένειον διειρόμενον ψάλιον», Πολυδ.) μσν. (κατ επέκτ.) σαγόνι αλόγου αρχ. 1. ολόκληρος ο χαλινός, συμπεριλαμβανομένου και τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»