-
1 οδοντωτού
-
2 ὀδοντωτοῦ
-
3 мультиплицировать
(повышать скорость через передачу) πολλαπλασιάζω μέσω του οδοντωτούαυξάνω ταχύτητα μέσω οδοντωτούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мультиплицировать
-
4 закруглять
(делать круглым) στρογγυλεύω, στρογγυλοποιώ, στρογγυλαίνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закруглять
-
5 зацепление
1. (на крюк) το αγκίστρωμα 2. (шестерён) η ζεύξη, η εμπλοκήзубчатое - οδοντωτή -, οι οδοντωτοί τροχοί- зубчатое косозубое см. зубчатое винтовое -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зацепление
-
6 нарезать
1. (резать) κόβω. - зубья шестерни - δόντια του οδοντωτού-канавки пазы - αύλακες, λούκια2. (делать нарезы) χαράζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нарезать
-
7 обод
η στεφάνη (του τροχού), το σώστρο, ο άντυξРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обод
-
8 собачка
тех. η σκανδάλη, ο τορμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > собачка
-
9 штангензубомер
ο μετρητής οδοντωτού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штангензубомер
-
10 шаг
-а (шагу); με τα αριθμ. 2,3,4: шага; προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. -и α.1. το βήμα•короткий шаг βραχύ βήμα•
длинный шаг μακρύ βήμα.
|| πλθ. -и τα βήματα (ο κρότος των βημάτων).2. το βάδισμα•замедлить шаг επιβραδύνω το βήμα•
ускорить шаг επιταχύνω το βήμα.
(στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. || το βάδην (αργός βηματισμός ή βάδισμα).3. μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή•необдуманный шаг απερίσκεπτο βήμα•
рискованный шаг επικίνδυνο βήμα•
важный шаг σοβαρό βήμα.
4. (τεχ.) διάστημα•шаг винта το βήμα του κοχλία•
шаг зубчатого колеса το βήμα του οδοντωτού τροχού•
длина -а το μήκος του βήματος.
εκφρ.первые -и (первый -) – τα πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώτο ξεκίνημα)•гигантскими или семимильными -ами идти (двигать(ся) вперд – με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επιτυχώς)•черепашным -ом идти или двигаться вперд – προχωρώ με βήματα, χελώνας (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)•в нескольких -ах – σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)•на каждом ή всяком -у – σε κάθε βήμα (παντού, συχνότατα)•один шаг ή на шаг – ένα βήμα (πλησιέστατα)•с первого -а – από το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, από το πρώτο ξεκίνημα)•шаг за –ом κ. παλ. шаг за шаг:α) βήμα προς βήμα, αγάλια-αγάλια (αργά).β) βαθμιαία και σταθερά• отбивать (печать, чеканить κλπ.) шаг – βηματίζω σταθερά και, ρυθμικά• κροτώ βαδίζοντας•идти (шагать) шаг в шаг с кем – συμβαδίζω με κάποιον•сбиться с -а – χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω•в -у узки – (για παντελόνι) με στενεύει στο βάδισμα•ни на шаг ή ни -у (не отходить, не отступать) от кого-чего – δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω από κάποιον, κάτι•ни -у назад – ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)•ни -у вперд – ούτε βήμα μπροστά•-у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать – μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)•-у сделать ή ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сделать – βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις.
См. также в других словарях:
ὀδοντωτοῦ — ὀδοντωτός with large teeth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek
γρανάζι — και γρενάζι και γκρανάζι, το 1. οδοντωτός τροχός 2. προεξοχές και εγκοπές οδοντωτού τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < γαλλ. engrenage] … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
οδόντωμα — το 1. το τμήμα που προεξέχει στο άκρο ξύλινων, μαρμάρινων ή μεταλλικών εξαρτημάτων και χρησιμεύει στη συνένωσή τους με άλλα όμοια, με εναλλασσόμενη προσαρμογή τών εσοχών τού ενός στις εξοχές τού άλλου 2. η οδόντωση τού οδοντωτού τροχού 3. το… … Dictionary of Greek
οδόντωση — η [οδοντώνω] 1. η εμφάνιση τών πρώτων δοντιών στον άνθρωπο, η οδοντοφυΐα 2. εγκοπές και προεξοχές με τις οποίες επιτυγχάνεται η σύζευξη μεταλλικών ή άλλων αντικειμένων 3. τεχνολ. το σύνολο τών εγκοπών και τών προεξοχών, δηλαδή τών δοντιών,… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
σκυτάλιον — τὸ, Α [σκύταλον] υποκορ. 1. μικρή ράβδος 2. μικρός σωλήνας 3. μοχλός με τον οποίο κινείται βαρούλκο 4. υποστήρισμα, υπέρεισμα 5. δόντι οδοντωτού τροχού 6. είδος φυτού … Dictionary of Greek
τορμίσκος — ο, Ν τεχνολ. 1. μικρός τόρμος, προεξοχή, δόντι σε μηχάνημα ή σε σκεύος 2. φρ. «ανασταλτικός τορμίσκος» μικρή προεξοχή που εμποδίζει την ανάστροφη περιστροφή οδοντωτού τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρμος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος). Η λ.… … Dictionary of Greek
ψάλιον — τὸ, ΜΑ, και ψάλλιον και αιολ. τ. σπάλιον Α αλυσίδα τού χαλινού τών αλόγων η οποία περνάει κάτω από το σαγόνι («τὸ περὶ γένειον διειρόμενον ψάλιον», Πολυδ.) μσν. (κατ επέκτ.) σαγόνι αλόγου αρχ. 1. ολόκληρος ο χαλινός, συμπεριλαμβανομένου και τού… … Dictionary of Greek