Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀδοντωτοί

См. также в других словарях:

  • ὀδοντωτοί — ὀδοντωτός with large teeth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • οδοντωτός — ή, ό (Α ὀδοντωτός, ή, όν) [οδοντώ] (συν. για εργαλείο, εξάρτημα ή κατασκευή) αυτός που φέρει οδόντωση, που έχει εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές παρόμοιες με δόντια νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που εμφανίζει εντομές, ανάμεσα στις οποίες προβάλλουν… …   Dictionary of Greek

  • βαρούλκο — Συσκευή η οποία επιτρέπει την άσκηση ισχυρών ελκτικών δυνάμεων, μέσω ενός συστήματος σχοινιών ή αλυσίδων με εφαρμογή περιορισμένων κινητήριων δυνάμεων. Ο παλαιότερος τύπος β. αποτελείται από ένα ξύλινο τύμπανο που περιστρέφεται σε έναν άξονα.… …   Dictionary of Greek

  • συμπλέκτης — Ιδιαίτερος τύπος μηχανικού συνδέσμου (σύνδεσμος τριβής) που επιτρέπει τη σύζευξη ή την αποσύζευξη ενός αγόμενου άξονα από έναν περιστρεφόμενο κινητήριο άξονα. Έτσι είναι δυνατές κινήσεις, στάσεις ή αλλαγές ταχύτητας στα τμήματα που συνδέονται με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»