-
1 οδοντοτύραννον
-
2 ὀδοντοτύραννον
См. также в других словарях:
ὀδοντοτύραννον — ὀδοντοτύραννος crocodile masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οδοντοτύραννον
2 ὀδοντοτύραννον
ὀδοντοτύραννον — ὀδοντοτύραννος crocodile masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)