Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀδοντομάχης

См. также в других словарях:

  • οδοντομάχης — ὀδοντομάχης, ὁ (Μ) αυτός που μάχεται με τα δόντια («ὀδοντομάχαι ὕες», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + μάχης (< μάχη), πρβλ. θηριο μάχης, κεραννο μάχης] …   Dictionary of Greek

  • ὀδοντομάχης — fighting with the tusks masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντομάχαι — ὀδοντομάχης fighting with the tusks masc nom/voc pl ὀδοντομάχᾱͅ , ὀδοντομάχης fighting with the tusks masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»