-
1 οδαξησμός
-
2 ὀδαξησμός
-
3 ὀδαξησμός
ὀδαξ-ησμός, ὁ,A = ὀδαγμός, Hp.Aph.3.25, Ph.2.301, Dsc.2.72, Plu. 2.769e, Aret.CA1.2, Ael.NA1.38, Artem.5.67. (In codd. freq. misspelt -ισμός.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδαξησμός
-
4 οδαξησμοίς
-
5 ὀδαξησμοῖς
-
6 οδαξησμού
-
7 ὀδαξησμοῦ
-
8 οδαξησμοί
-
9 ὀδαξησμοί
-
10 οδαξησμούς
-
11 ὀδαξησμούς
-
12 οδαξησμώ
-
13 ὀδαξησμῷ
-
14 οδαξησμών
-
15 ὀδαξησμῶν
-
16 οδαξησμόν
-
17 ὀδαξησμόν
-
18 δαξασμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαξασμός
См. также в других словарях:
ὀδαξησμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδαξησμός — ο (Α ὀδαξησμός και ὀδαξισμός) νεοελλ. ιατρ. ερεθισμός τού δέρματος ο οποίος προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε διαταραχή τής λειτουργίας τών νεύρων, χωρίς να υπάρχει εμφανής δερματική βλάβη αρχ. κνησμός, φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι… … Dictionary of Greek
ὀδαξησμοῖς — ὀδαξησμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδαξησμοί — ὀδαξησμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδαξησμοῦ — ὀδαξησμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδαξησμούς — ὀδαξησμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδαξησμῶν — ὀδαξησμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδαξησμῷ — ὀδαξησμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδαξησμόν — ὀδαξησμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)