-
1 ὀδαγμός
-
2 ὀδαγμός
ὀδαγμός, ὁ, das Beißen, Jucken -
3 ὀστέον
ὀστέον, τό, att. zsgzgn ὀστοῦν u. ὀστεῦν, Leon. Tar. 68 Antp. Sid. 83 (VII, 480. 218), plur. ὀστέα, zsgzgn ὀστᾶ, wofür Opp. wie von ὀστόν auch ὀστά hat, Cyn. 1, 268; der Knochen, das Gebein; ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα, Od. 9, 293; οὗ δή που λευκ' ὀστέα πύϑεται ὄμβρῳ, 1, 161, öfter, wie auch bei Hes. die λευκὰ ὀστέα das weiße vom Fleisch entblößte Gebein der Todten sind; Aesch. frg. 360; ἦλϑε δ' ὀστέων ὀδαγμὸς ἀντίσπαστος, Soph. Trach. 766; σαρκῶν, ὀστέων τ' ἐμπλησϑῶ, Eur. Hec. 1071; σάρκες ἀπ' ὀστέων ἔῤῥεον, Med. 1200, öfter; u. in Prosa überall, ξύγκειταί μοι τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων, Plat. Phaed. 98 c; Folgde. – Bei Theophr. auch der Stein im Obst.
-
4 ἀντί-σπαστος
ἀντί-σπαστος, 1) auf die entgegengesetzte Seite gezogen, widerstrebend, Sp. auch entgegenwirkend. – 2) krampfähnlich, krampfhaft, ὀδαγμός Soph. Tr. 767; Andere erkl. beißend, heftig. – 3) in der Metrik ein Versfuß, in dem 2 Arsen zusammenstoßen, ñ ñ.
-
5 ἀδαγμός
-
6 ὀδαξησμός
См. также в других словарях:
οδαγμός — ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ , πρβλ. παθ. υπερσ. ὠ δάγ μην, τού ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. μός (πρβλ. κηρυγ μός)] … Dictionary of Greek
ὀδαγμός — itching masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαγμός — ὀδαγμός itching masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμί — (Μ δαμίν) επίρρ. λίγο, λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαγμίον, υποκοριστικό τού δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός ζωμίον, κορμός κορμίον, ψωμός ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά] … Dictionary of Greek