-
1 ὀγκητικός
ὀγκητικός, brüllend, zum Brüllen geneigt, nach Schaefer für ὀγκηστικός zu lesen.
-
2 ὀγκητικός
ὀγκητικός, brüllend, zum Brüllen geneigt -
3 ὀγκηστικός
ὀγκηστικός, = ὀγκητικός, Schol. Nic. Ther. 357.
1 ὀγκητικός
ὀγκητικός, brüllend, zum Brüllen geneigt, nach Schaefer für ὀγκηστικός zu lesen.
2 ὀγκητικός
3 ὀγκηστικός
ὀγκηστικός, = ὀγκητικός, Schol. Nic. Ther. 357.