-
1 ογκηθμός
-
2 ὀγκηθμός
-
3 ὀγκηθμός
ὀγκηθμός, ὁ, das Brüllen, bes. des Esels, Luc. Asin. 15.
-
4 ογκηθμος
ὁ крик, рев (преимущ. осла) Luc. -
5 ὀγκηθμός
ὀγκηθμός, ὁ, das Brüllen, bes. des Esels -
6 ὀγκηθμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀγκηθμός
-
7 ὄγκησις
ὄγκησις, ἡ, = ὀγκηϑμός, Ael. H. A. 5, 50. 51.
-
8 ογκηθμοίο
-
9 ὀγκηθμοῖο
-
10 ογκηθμού
-
11 ὀγκηθμοῦ
-
12 ογκηθμώ
-
13 ὀγκηθμῷ
-
14 ογκηθμόν
-
15 ὀγκηθμόν
-
16 Ὄγκα
-
17 ὄγκησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄγκησις
См. также в других словарях:
ὀγκηθμός — braying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ογκηθμός — ο (ΑΜ ὀγκηθμός) κραυγή όνου, ογκάνισμα, γκάρισμα αρχ. μυκηθμός βοδιού, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός, μυκη θμός)] … Dictionary of Greek
ὀγκηθμοῖο — ὀγκηθμός braying masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκηθμοῦ — ὀγκηθμός braying masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκηθμῷ — ὀγκηθμός braying masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκηθμόν — ὀγκηθμός braying masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek
ογκηθμητικός — ὀγκηθμητικός, ή, όν (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ογκηθμό, στο γκάρισμα («ὥσπερ ἡμίονος οὔτε χρεμετιστικόν ἐστι οὔτε ὀγκηθμητικόν», Νικ. Βυζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκηθμός + κατάλ. ητικός (πρβλ. αριθμ ητικός)] … Dictionary of Greek
όγκησις — ὄγκησις, ἡ (Α) [ογκώμαι] ογκηθμός, ογκάνισμα, γκάρισμα … Dictionary of Greek