Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀγκηθμός

См. также в других словарях:

  • ὀγκηθμός — braying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ογκηθμός — ο (ΑΜ ὀγκηθμός) κραυγή όνου, ογκάνισμα, γκάρισμα αρχ. μυκηθμός βοδιού, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός, μυκη θμός)] …   Dictionary of Greek

  • ὀγκηθμοῖο — ὀγκηθμός braying masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηθμοῦ — ὀγκηθμός braying masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηθμῷ — ὀγκηθμός braying masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηθμόν — ὀγκηθμός braying masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ογκηθμητικός — ὀγκηθμητικός, ή, όν (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ογκηθμό, στο γκάρισμα («ὥσπερ ἡμίονος οὔτε χρεμετιστικόν ἐστι οὔτε ὀγκηθμητικόν», Νικ. Βυζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκηθμός + κατάλ. ητικός (πρβλ. αριθμ ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • όγκησις — ὄγκησις, ἡ (Α) [ογκώμαι] ογκηθμός, ογκάνισμα, γκάρισμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»