Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀβολιαῖος

См. также в других словарях:

  • οβολιαίος — ὀβολιαῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που έχει το σχήμα ή το μέγεθος οβολού 2. αυτός που έχει αξία ενός οβολού, δηλ. αυτός που έχει ευτελή αξία, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. δραχμ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • ὀβολιαίου — ὀβολιαῖος of the weight of an obol masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολιαίους — ὀβολιαῖος of the weight of an obol masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολιαία — ὀβολιαίᾱ , ὀβολιαῖος of the weight of an obol fem nom/voc/acc dual ὀβολιαίᾱ , ὀβολιαῖος of the weight of an obol fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολιαίας — ὀβολιαίᾱς , ὀβολιαῖος of the weight of an obol fem acc pl ὀβολιαίᾱς , ὀβολιαῖος of the weight of an obol fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»