Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀαρισμός

См. также в других словарях:

  • οαρισμός — ὀαρισμός, ὁ (Α) [οαρίζω] οάρισμα* («αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • ὀαρισμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀαρισμοῖς — ὀαρισμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀαρισμοί — ὀαρισμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀαρισμούς — ὀαρισμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀαρισμῶν — ὀαρισμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»