Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀάρισμα

См. также в других словарях:

  • οάρισμα — ὀάρισμα, τὸ (Α) [οαρίζω] (Α) φιλική συναναστροφή, φιλική συνομιλία, ιδίως μεταξύ συζύγων και ερωτευμένων …   Dictionary of Greek

  • ὀαρίσματα — ὀάρισμα familiar converse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οαρισμός — ὀαρισμός, ὁ (Α) [οαρίζω] οάρισμα* («αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»