-
1 ιρις
ἴριδος (ῑρ) ἥ (эп. dat. pl. ἴρισσιν)1) радуга(δράκοντες ἴρισσιν ἐοικότες Hom.; ἥ ἶ. δι΄ ἀνάκλασιν γίγνεται Arst.; ἶ. ἄντικρυς ἡλίου φαίνεται Plut.)
ἠΰτε πορφυρέην ἶριν τανύσσῃ Ζεύς Hom. — словно багряную радугу простер Зевс2) радужный круг(περὴ τοὺς λύχνους Arst.; ἐπὴ τέν κεφαλήν τινος NT.)
3) цветной кружок (на павлиньем хвосте)(ἐπ΄ ἄκροις τοῖς πτεροῖς Luc.)
4) бот. ирис(ἶ. ἄνθος Arst.)
-
2 Ιρις
I.ἡ (acc. Ἴριν) Diod. = Ἱέρνη См. ΙερνηII.I- ιδος ἥ (voc. Ἶρι, acc. Ἶριν) Ирида (дочь Тавманта и Электры, сестра Гарпий, вестница богов в Илиаде, как в Одиссее - только Гермес; ее эпитеты у Hom.: χρυσόπτερος «златокрылая», ταχεῖα и ὠκέα «быстрая, проворная», ποδήνεμος «ветроногая», ἀελλόπος «вихреногая»)II -
3 ἶρις
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἶρις
-
4 ίρις
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ίρις
-
5 ἶρις
радуга.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἶρις
-
6 ἶρις
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἶρις
-
7 ίρις(-ιδος)
η1) радуга; 2) анат. радужная оболочка; 3) бот. ирис -
8 ίρις(-ιδος)
η1) радуга; 2) анат. радужная оболочка; 3) бот. ирис -
9 ιρισσιν
-
10 αελλοπους
и Hom. ἀελλόπος 2, gen. ποδος с ногами, быстрыми как вихрь, бурный, стремительный(Ἴρις Hom.; ἵπποι HH., Pind.; κοῦραι Eur.; πόθοι Anth.)
-
11 διαπετομαι
(aor. 2 διέπτην - med. διεπτόμην и διεπτάμην)1) перелетать, пролетать, проноситься(κραιπνῶς διέπτατο Ἶρις, ὀϊστός - in tmesi Hom.; αἱ μέλισσαι διαπετόμεναι λειμῶνας Plut.)
2) пролетать сквозь, миновать(Συμπληγάδας Eur.; διὰ τῆς πόλεως Arph.)
3) прилетать, быстро прибывать4) пронзать, поражать(τὸ βέλος διέπτατό τινος Eur.)
5) улетать, уноситься, aor. умчаться ( о времени)(ὥσπερ καπνός Plat.; ὅ χρόνος διέπτατο Eur.)
-
12 ενσκηπτω
1) метать, бросать(τὸ βέλος Her.)
2) насылать(νοῦσόν τινι Her.; μανίαν τινί Plut.)
3) падать, обрушиваться(λίθοι ἐς τὸ τέμενος ἐνέσκηψαν Her.; κεραυνὸς ἐνσκήψας εἰς τὸν βωμόν Plut.)
ἐν οἷς ἂν ἐνσκήψῃ ἥ ἶρις Arst. — (место) по которому проходит радуга -
13 ευανθεμος
-
14 ευπεδιλος
-
15 κυκλοθεν
-
16 λατρις
- ιος ὅ и ἥ1) слуга (служанка), раб (рабыня)(δωμάτων τινός Eur.)
2) посланник (посланница), вестник (вестница)(Ἐρμῆς δαιμόνων λ., ἥ θεῶν λ. Ἶρις Eur.)
3) жрец (жрица)(ἥ Ἀπόλλωνος λ., sc. Κασάνδρα Eur.)
-
17 μεταγγελος
-
18 ποδηνεμος
-
19 πορφυρεος
стяж. πορφῠροῦς 31) вздувшийся, т.е. потемневший, темный(ἅλς, κῦμα ποταμοῖο, νεφέλη Hom.)
2) предполож. мрачный, черный или кровавый(θάνατος Hom.)
3) темно-красный(αἷμα, χλαῖνα Hom.)
4) многоцветный, яркий, по по друг. сияющий, светлый(ἶρις Hom.; Ἀφροδίτη Anacr.)
5) багряный, пурпурный(χιτών Xen.; πέπλοι Eur.; ἱμάτιον NT.)
6) одетый в пурпур -
20 φοινικιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἶρις — rainbow fem nom sg ἶρις rainbow fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰρίς — rainbow fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και εκτελούσε χρέη αγγελιαφόρου των θεών, ιδιαίτερα του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν αδελφή της Άρκης που είχε τιμωρηθεί από τον Δία επειδή είχε βοηθήσει τους … Dictionary of Greek
ἴρις — ἴ̱ρῑς , ἶρις rainbow fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἶρις — Ἶ̱ρις , Ἶρις rainbow fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶρι — Ἶρις rainbow fem voc sg ἶρις rainbow fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶριν — Ἶρις rainbow fem acc sg ἶρις rainbow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ирида в мифологии — (Ίρις) первоначально олицетворение и богиня радуги, дочь Тавманта и Електры, сестра Гарпий. Главная роль И. быть вестницей богов, поручения которых она разносит с быстротой ветра по земле, в морские глубины и даже в преисподнюю. Как богиня радуги … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ирида, богиня — (Ίρις) первоначально олицетворение и богиня радуги, дочь Тавманта и Електры, сестра Гарпий. Главная роль И. быть вестницей богов, поручения которых она разносит с быстротой ветра по земле, в морские глубины и даже в преисподнюю. Как богиня радуги … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ιριδίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, στην οποία υπάγονται πολλά από τα σπουδαιότερα και εντυπωσιακότερα καλλωπιστικά είδη, όπως η ίρις, ο κρίνος, η φρέζια, ο γλαδιόλος κ.ά. Κυρίως πρόκειται για ποώδη φυτά, ριζωματώδη ή βολβόριζα. Οι ι. φέρουν φύλλα… … Dictionary of Greek
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek