-
1 Ίλον
-
2 Ἴλον
Βλ. λ. Ίλον -
3 Ἶλον
Βλ. λ. Ίλον -
4 στρόμβιλον
στρόμβ-ιλον· περιδεδινημένον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρόμβιλον
-
5 πέδη
Grammatical information: f.Meaning: `shackle, fetter' (Il.).Other forms: Dor. -α, mostly pl. - αι.Compounds: Often as 2. member, esp. in poets and in late prose, e.g. ἱστο-πέδη; s. on ἱστός with lit.Derivatives: Dimin. πεδ-ίσκη f. (Thebes IIIa), - ιον n. (EM); πεδή-της m. `fettered one, prisoner' (com., Herod., LXX), πέδων, - ωνος m. `id.' (Ar. Fr. 837); denonminative πεδ-άω, - ῆσαι, rarely w. κατα-, ἀμφι-, συν- `to fetter, to bind, to shackle' (esp. poet. since Il.), with πεδα-τάς m. (Dor.) `fetterer' (AP).Origin: IE [Indo-European] [790] *ped- `foot'Etymology: Deriv. of the old word for `foot', which in Greek has o-ablaut in πούς (s. v.); cf. πέδον, - ίον, - ιλον, πέζα. Similar Lat. ped-ica `shackle', im-ped-iō `hinder', Germ. e.g. OWNo. fjǫturr m. `shackle' (PGm. * fetura-); s. W.-Hofmann s. v., WP. 2, 24f., Pok. 792.Page in Frisk: 2,485Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέδη
См. также в других словарях:
Ἴλον — Ἴλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἶλον — Ἶ̱λον , Ἶλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόμβιλον — Α (κατά τον Ησύχ.) «περιδεδινημένον». [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόμβος + κατάλ. ιλον (πρβλ. πέδ ιλον)] … Dictionary of Greek
πτίλο — το / πτίλον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψίλον Α το πούπουλο (α. «πτίλα πτερά απαλά», Ησύχ. β. «πτίλον κύκνειον», Σοφ.) αρχ. 1. το χνούδι, τα πρώτα γένια στο πρόσωπο νεαρού ατόμου 2. τα φτερά τού λοφίου τής περικεφαλαίας 3. η φτερούγα τών εντόμων 4. πληθ.… … Dictionary of Greek
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek