-
1 Ιβηρ
III- ηρος ὅ ибер1) народ на территории Иберии Her., Thuc., Xen., Arst. etc.2) народ на территории Кавказа Plut., Anth.
См. также в других словарях:
ίβηρ — ἴβηρ, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἴβηρ χερσαῑόν τι θηρίον ἀφ οὗ καὶ Ἴβηρες» 2. ως κύρ. όν. α) Ἴβηρ και Ἴβηρος αρχαία ονομασία τού ποταμού Έβρου τής Ισπανίας β) βλ. Ίβηρες … Dictionary of Greek
Ἴβηρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰβήροιν — Ἴβηρ masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰβήρων — Ἴβηρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴβηρα — Ἴβηρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴβηρας — Ἴβηρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴβηρε — Ἴβηρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴβηρες — Ἴβηρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴβηρι — Ἴβηρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴβηρος — Ἴβηρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴβηρσι — Ἴβηρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)