-
1 Ιπποδαμεία
Ἱπποδαμείᾱ, Ἱπποδάμειαtamer of horses: fem nom /voc /acc dualἹπποδαμείᾱ, Ἱπποδαμείηfem nom /voc /acc dualἹπποδαμείᾱ, Ἱπποδαμείηfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἱπποδαμείᾱͅ, Ἱπποδάμειαtamer of horses: fem dat sg (attic doric aeolic)Ἱπποδαμείᾱͅ, Ἱπποδαμείηfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Ιπποδάμεια
-
3 Ἱπποδάμεια
-
4 Ιπποδαμεια
Iἥ Гипподамия1) жена Пирифоя, мать Полипэта Hom.2) дочь Анхиса, жена Алкафоя Hom.3) служанка Пенелопы Hom.4) дочь Эпомая, жена Пелопа Pind.IIи Ἱπποδᾰμία ἥ площадь Гипподама ( в Пирее) Dem. -
5 Ἱπποδάμεια
Ἱπποδᾰμεια daughter of Oinomaos, wife of Pelops.1ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον, Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.70
ἀκρωτήριον Ἄλιδος τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο κάλλιστον ἕδνον Ἱπποδαμείας O. 9.10
-
6 Ἱπποδάμεια
Ἱπποδάμεια: Hippodamīa.— (1) a daughter of Anchīses, Il. 13.429.— (2) an attendant of Penelope, Od. 18.182.— (3) the wife of Pirithoüs, Il. 2.742.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἱπποδάμεια
-
7 Ἱπποδαμεία
Βλ. λ. Ιπποδαμεία -
8 Ἱπποδαμείᾳ
Βλ. λ. Ιπποδαμεία -
9 Ιπποδαμείας
Ἱπποδαμείᾱς, Ἱπποδάμειαtamer of horses: fem acc plἹπποδαμείᾱς, Ἱπποδάμειαtamer of horses: fem gen sg (attic doric aeolic)Ἱπποδαμείᾱς, Ἱπποδαμείηfem acc plἹπποδαμείᾱς, Ἱπποδαμείηfem gen sg (attic doric aeolic) -
10 Ἱπποδαμείας
Ἱπποδαμείᾱς, Ἱπποδάμειαtamer of horses: fem acc plἹπποδαμείᾱς, Ἱπποδάμειαtamer of horses: fem gen sg (attic doric aeolic)Ἱπποδαμείᾱς, Ἱπποδαμείηfem acc plἹπποδαμείᾱς, Ἱπποδαμείηfem gen sg (attic doric aeolic) -
11 Ιπποδαμια
ἡ Dem. v. l. = Ἱπποδάμεια См. Ιπποδαμεια II -
12 ἀήτη
ἀήτη, ἡ, u. ἀήτης, ὁ (ἄημι) das Wehen, Iliad. 15, 626 ἀνέμοιο δεινὸς ἀήτη, 14, 254 ἀργαλέων ἀνέμων ἀήτας, Od. 4, 567 Ζεφύροιο λιγὺ πνείοντας ἀήτας, 9, 139 ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται; Hes. O. 621 παντοίων ἀνέμων ϑὐουσιν ἀῆται, 645 ἄνεμοί γε κακὰς ἀπέχωσιν ἀήτας, 675 Νότοιό τε δεινὰς ἀήτας; als v. l. erscheint in den Scholl. Od. 4, 567 πνείοντος, Iliad. 15, 626 ἀήτης; Aristarch las ἀήτη, Schol. Aristonic. 15, 626 ὅτι ἀρσενικῶς δειν ὸς ἀ ήτ η, ἀλλ' οὐ δεινή, ὡς »κλυτὸς'Ιπποδάμεια (2, 742)«. ἔνιοι δὲ ἀγνοοῦντες'ποιοῦσι δει νὸς ἀήτης· ἀλλ' οὐ δεῖγράφειν οὕτως. Vgl. Apoll. Lex. H. 12, 3; Friedlaend. Ariston. 31; – allein für Wind Theocr. 2, 38. 22, 8 u. sp. D. Plat. Crat. 4105 bemerkt οἱ ποιηταὶ τὰ πνεύματα ἀήτας καλοῦσι.
-
13 Βρισηις
-
14 Ιπποδαμειος
2Ἱ. ἀγορά Xen. - Ἱπποδάμεια II;
Ἱ. τρόπος Arst. — Гипподамова система, т.е. правильная планировка города -
15 Ιπποδαμείαν
-
16 Ἱπποδαμείαν
-
17 Ιπποδαμείης
-
18 Ἱπποδαμείης
-
19 Ιπποδάμειαν
-
20 Ἱπποδάμειαν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἱπποδαμεία — Ἱπποδαμείᾱ , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem nom/voc/acc dual Ἱπποδαμείᾱ , Ἱπποδαμείη fem nom/voc/acc dual Ἱπποδαμείᾱ , Ἱπποδαμείη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδαμείᾳ — Ἱπποδαμείᾱͅ , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem dat sg (attic doric aeolic) Ἱπποδαμείᾱͅ , Ἱπποδαμείη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδάμεια — tamer of horses fem nom/voc sg Ἱπποδάμειον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποδάμεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Οινόμαου, βασιλιά της Ήλιδας, και της Πλειάδας Στερόπης (ή της Δαναΐδας Ευρυθόης ή της Ευαρέτης, κόρης του Ακρίσιου και αδελφής του Λευκίππου). Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι υποψήφιοι για τον γάμο με την I.… … Dictionary of Greek
Ἱπποδαμείας — Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem acc pl Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem gen sg (attic doric aeolic) Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδαμείη fem acc pl Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδαμείη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδαμείαν — Ἱπποδαμείᾱν , Ἱπποδαμείη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδαμείης — Ἱπποδάμεια tamer of horses fem gen sg (epic ionic) Ἱπποδαμείη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδάμειαν — Ἱπποδάμεια tamer of horses fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
ιπποδάμειος — α, ο(ον) (ΑΜ ἱπποδάμειος, α και ος, ον) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. ιπποδάμεια γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας κοκκινελίδες μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱπποδάμειος ο ιππέας αρχ. 1. η αγορά τού Πειραιά, η οποία κατασκευάστηκε από τον… … Dictionary of Greek