Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Ἰωσαφάτ

См. также в других словарях:

  • Ιωσαφάτ — I Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο τέταρτος βασιλιάς του Ιούδα (870 849 π.Χ.). Η βασιλεία του υπήρξε αξιοσημείωτη, αφού στη διάρκειά της παραμερίστηκε για πρώτη φορά η εχθρική σχέση μεταξύ των βασιλείων του Ισραήλ και του Ιούδα. Ο I. συμμάχησε με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αζάλης, Ιωσαφάτ — (17ος αι.). Λόγιος από την Πελοπόννησο. Σπούδασε στη Ρώμη και δίδαξε ελληνικά στη Μεσσήνη της Ιταλίας και την Αθήνα. Υπήρξε πιστός της Καθολικής Εκκλησίας και εργάστηκε δραστήρια, ιδίως στις χώρες της Μέσης Ανατολής, για την προώθηση των σκοπών… …   Dictionary of Greek

  • Сафат-река — сказочная река в народн. творчестве, на которой гибнут русские богатыри . Заимств. из апокрифической литер.; ср. др. русск. дебрь Асафатова (Хож. игум. Дан. 37) и гробъ Асафатовъ, Асафатъ царь июдѣискъ, греч. ᾽Ιωσαφάτ, ᾽Ιωσάφατος, ᾽Ιωσαφάτης. От… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Papyrus 1 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 1 …   Wikipedia

  • Papyrus 1 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 1 …   Deutsch Wikipedia

  • σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • Αζαρίας — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ιούδα (779 740 π.Χ.).Γιοςτου Αμασίου ή Αμεσσίου και της Ιεχελία. Αναφέρεται και ως Οζίας. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 16 ετών. Η βασιλεία του υπήρξε καλή. Παραμέλησε, όμως, τα καθήκοντά του προς τον Θεό …   Dictionary of Greek

  • Ασαήλ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Γιος της Σαρουίας, αδελφής του Δαβίδ, και αδελφός του αρχιστρατήγου του Ιωάβ. Διακρίθηκε για τη σβελτάδα του. Τον σκότωσε ο Αβενήρ, αρχιστράτηγος του Σαούλ. 2. Λευίτης, κατά την εποχή του βασιλιά Ιωσαφάτ. Από τους O’… …   Dictionary of Greek

  • Δευτέρα Παρουσία — Χριστιανική αντίληψη που αναφέρεται στη μέλλουσα κρίση του κόσμου. Σύμφωνα με τη χριστιανική Εκκλησία, η Δ.Π. θα συντελεστεί σε άγνωστο χρόνο, όταν ο Ιησούς έλθει για δεύτερη φορά στη Γη, περιστοιχισμένος από αγγέλους, ως κριτής ζωντανών και… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Ελαιών, όρος — Βουνό που αναφέρεται πολλές φορές στα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Βρίσκεται κοντά στα Ιεροσόλυμα, από τα οποία χωρίζεται με την κοιλάδα του Ιωσαφάτ, στην οποία ρέει ο χείμαρρος των Κέδρων. Στα αρχαία χρόνια η τοποθεσία ήταν γεμάτη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»