-
1 Ιωνικός
-
2 Ἰωνικός
-
3 Ἰωνικός
A shoe, Herod.7.59; esp. with the connotation, effeminate, Ar. Pax46, Pl.Com.69.14, etc. Adv. - κῶς in the Ionic fashion, i.e. softly, effeminately, Ar.Th. 163.2 Ἰ. μέτρον, συζυγία, Ionic, defined in Heph.11, cf. D.H.Comp.4, etc.;πούς Heph.1.9
, cf. Aristid.Quint.1.15: -κά, τά, poem in this style, Ath.14.620e. Adv. -κῶς,, prob. in D.H.Dem.43.3 Ἰ. ἔθος, of the Ionic dialect, A.D.Pron.74.9. Adv. - κῶς Sch.Porph.Abst.2.36: [comp] Comp.- ώτερον A.D.Adv.135.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἰωνικός
-
4 Ιωνίκ'
Ἰωνικά, ἸωνικόςIonic: neut nom /voc /acc plἸωνικά̱, ἸωνικόςIonic: fem nom /voc /acc dualἸωνικά̱, ἸωνικόςIonic: fem nom /voc sg (doric aeolic)Ἰωνικέ, ἸωνικόςIonic: masc voc sgἸωνικαί, ἸωνικόςIonic: fem nom /voc pl -
5 Ἰωνίκ'
Ἰωνικά, ἸωνικόςIonic: neut nom /voc /acc plἸωνικά̱, ἸωνικόςIonic: fem nom /voc /acc dualἸωνικά̱, ἸωνικόςIonic: fem nom /voc sg (doric aeolic)Ἰωνικέ, ἸωνικόςIonic: masc voc sgἸωνικαί, ἸωνικόςIonic: fem nom /voc pl -
6 Ιωνικά
ἸωνικόςIonic: neut nom /voc /acc plἸωνικά̱, ἸωνικόςIonic: fem nom /voc /acc dualἸωνικά̱, ἸωνικόςIonic: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 Ἰωνικά
ἸωνικόςIonic: neut nom /voc /acc plἸωνικά̱, ἸωνικόςIonic: fem nom /voc /acc dualἸωνικά̱, ἸωνικόςIonic: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 Ιωνικώτερον
ἸωνικόςIonic: adverbial compἸωνικόςIonic: masc acc comp sgἸωνικόςIonic: neut nom /voc /acc comp sg -
9 Ἰωνικώτερον
ἸωνικόςIonic: adverbial compἸωνικόςIonic: masc acc comp sgἸωνικόςIonic: neut nom /voc /acc comp sg -
10 Ιωνικωτέρα
Ἰωνικωτέρᾱ, ἸωνικόςIonic: fem nom /voc /acc comp dualἸωνικωτέρᾱ, ἸωνικόςIonic: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
11 Ἰωνικωτέρα
Ἰωνικωτέρᾱ, ἸωνικόςIonic: fem nom /voc /acc comp dualἸωνικωτέρᾱ, ἸωνικόςIonic: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
12 Ιωνικωτέρας
Ἰωνικωτέρᾱς, ἸωνικόςIonic: fem acc comp plἸωνικωτέρᾱς, ἸωνικόςIonic: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
13 Ἰωνικωτέρας
Ἰωνικωτέρᾱς, ἸωνικόςIonic: fem acc comp plἸωνικωτέρᾱς, ἸωνικόςIonic: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
14 Ιωνικώ
ἸωνικόςIonic: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————ἸωνικόςIonic: masc /neut dat sg -
15 Ιωνικών
-
16 Ἰωνικῶν
-
17 Ιωνικόν
-
18 Ἰωνικόν
-
19 Ιωνική
-
20 Ἰωνικῇ
См. также в других словарях:
Ἰωνικός — Ionic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιωνικός — (4ος αι. μ.Χ.).Γιατρός από τις Σάρδεις. Έδρασε κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα και ασχολήθηκε με την ανατομία, τη φαρμακευτική, τη χειρουργική, τη φιλοσοφία, τη ρητορική και την ποίηση. * * * ή, ὁ (Α ἰωνικός, ή, όν) [Ίωνες] 1.… … Dictionary of Greek
ιωνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ίωνες και στην Ιωνία: Ιωνική επανάσταση. – Ιωνικός ρυθμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιωνικός ρυθμός — Ο ένας από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Διαμορφώθηκε τον 7o και 6o αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, όπως υποδηλώνει η ονομασία του και αποδεικνύουν οι τόποι ανεύρεσης των αρχαιότερων τεκμηρίων. Ο ι.ρ. είναι ελαφρύτερος… … Dictionary of Greek
Ἰωνικά — Ἰωνικός Ionic neut nom/voc/acc pl Ἰωνικά̱ , Ἰωνικός Ionic fem nom/voc/acc dual Ἰωνικά̱ , Ἰωνικός Ionic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνικώτερον — Ἰωνικός Ionic adverbial comp Ἰωνικός Ionic masc acc comp sg Ἰωνικός Ionic neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνικῶν — Ἰωνικός Ionic fem gen pl Ἰωνικός Ionic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνικόν — Ἰωνικός Ionic masc acc sg Ἰωνικός Ionic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνικαῖς — Ἰωνικός Ionic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνικαί — Ἰωνικός Ionic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνικοῖς — Ἰωνικός Ionic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)