Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Ἰσσηδόνες

См. также в других словарях:

  • Ισσηδόνες — Αρχαίος σκυθικός λαός της κεντρικής Ασίας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, μεταξύ των γυναικών και των ανδρών των Ι. υπήρχε καθεστώς απόλυτης ισότητας και δικαιοσύνης, ενώ ο λαός αυτός ακολουθούσε το έθιμο της νεκροφαγίας. Όταν πέθαινε ο πατέρας μιας… …   Dictionary of Greek

  • Ἰσσηδόνων — Ἰσσήδονες masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИССЕДОН —    • Issedŏnes,          Ίσσηδόνες, у римлян Essedones, далеко распространенный народ Скифии extra Imaum, поселения которого доходили до Серики. Геродот (1, 201. 4, 13. 25. 26) помещает их к востоку от массагетов, до реки Ойхарда. Упоминается два …   Реальный словарь классических древностей

  • Αριστέας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Επικός ποιητής (6ος αι. π.Χ.). Ήταν ιερέας του Απόλλωνα και θαυματοποιός από την Προκόννησο. Σε αυτόν αποδίδονται τα Αριμάσπεια έπη, ένα φανταστικό ταξιδιωτικό μυθιστόρημα σε 1.000 εξάμετρους στίχους, από το οποίο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»