Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ἰσιακός

См. также в других словарях:

  • Ισιακός — ή, ό (Α) (Ἰσιακός, ή, όν) [Ίσις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά Ίσιδα («Ισιακά μυστήρια»«) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἰσιακός ιερέας τής Ίσιδος …   Dictionary of Greek

  • Ἰσιακός — Ἰ̱σιακός , Ἰσιακός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιάδ' — Ἰσιάδα , Ἰσιακός of fem acc sg Ἰσιάδι , Ἰσιακός of fem dat sg Ἰσιάδε , Ἰσιακός of fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιακῶν — Ἰ̱σιακῶν , Ἰσιακός of fem gen pl Ἰ̱σιακῶν , Ἰσιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιακόν — Ἰ̱σιακόν , Ἰσιακός of masc acc sg Ἰ̱σιακόν , Ἰσιακός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιακαῖς — Ἰ̱σιακαῖς , Ἰσιακός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιακοί — Ἰ̱σιακοί , Ἰσιακός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιακούς — Ἰ̱σιακούς , Ἰσιακός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιακῷ — Ἰ̱σιακῷ , Ἰσιακός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιάδα — Ἰσιακός of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιάδι — Ἰσιακός of fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»