Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

Ἰουλιανοῦ

См. также в других словарях:

  • Ἰουλιανοῦ — Ἰουλιανός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ιουλιανός — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ι. Σάλβιος (Julianus Salvius, 100; – 170 μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε στο Αδραμμύτιο και ήταν παππούς του αυτοκράτορα Μάρκου Διδίου Σάλβιου Ιουλιανού. Αφού υπηρέτησε σε διάφορα αξιώματα,… …   Dictionary of Greek

  • Εκηβόλιος — (4ος αι. μ.Χ.). Σοφιστής, ο οποίος έζησε στην Κωνσταντινούπολη. Το 342 ανέλαβε την εκπαίδευση του νεαρού Ιουλιανού, του μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη, στην πόλη Μάρκελλο της Καππαδοκίας. Αργότερα, όταν ο τελευταίος ανέβηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • Ιοβιανός, Φάβιος Κλαύδιος — (Favius Claudius Jovianus, ; – 364 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (363 364). Ήταν γιος του στρατηγού Βαρωνιανού, αρχηγού της ανακτορικής φρουράς. Πολέμησε ως στρατηγός στην εκστρατεία του Ιουλιανού εναντίον των Περσών, το 362 …   Dictionary of Greek

  • Απολλινάριος — Όνομα χριστιανών επισκόπων. 1. Α. ο Ιεραπόλεως (2ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος της Ιεράπολης, πόλης της Φρυγίας.Έγραψε πάρα πολλά βιβλία, από τα οποία όμως σώζονται μόνο οι τίτλοι και από αυτούς όχι όλοι. Απηύθυνε απολογητική προς τον αυτοκράτορα Μάρκο …   Dictionary of Greek

  • Ευσέβιος — I (; – 309; μ.Χ.). Πάπας της Ρώμης (309;) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, ελληνικής καταγωγής. Ο E., επειδή πολεμήθηκε από τον Ηράκλειο, ο οποίος διεκδικούσε τον θρόνο, εξορίστηκε από τον Μαξέντιο για να αποφύγει πιθανές ταραχές. Η μνήμη… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Καισάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 369 μ.Χ.) Νεότερος αδελφός του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Αλεξάνδρεια. Προσελήφθη από τον Ιουλιανό ως αυλικός γιατρός του και διορίστηκε συγκλητικός. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Λιβάνιος — (Αντιόχεια 314 – 393 μ.Χ.). Ρήτορας. Υπήρξε δάσκαλος του Ιωάννη του Χρυσοστόμου και φίλος του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουλιανού, του επιλεγόμενου Παραβάτη. Καταγόταν από μεγάλη αστική οικογένεια της Αντιόχειας και απέκτησε ευρύτατη και καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Μάξιμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Είναι κυρίως γνωστός με το όνομα Μαξιμιανός (βλ. λ.). 2. Καταγόταν από τη Μακρούπολη Θράκης και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (286 305) μαζί με τον Ασκληπιοδότη και τον Θεόδοτο. Η μνήμη τους τιμάται στις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»