-
1 Ιξιονιος
-
2 Ἰξῖόνιος
Ἰξῖόνιος: ἄλοχος Ἰξῖονίη, wife of Ixīon, Il. 14.317†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἰξῖόνιος
См. также в других словарях:
ιξιόνιος — ἰξιόνιος, ίη, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον βασιλιά Ιξίονα («ἰξιονίης ἀλόχοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἰξίων] … Dictionary of Greek