-
1 Ικάριος
-
2 Ἰκάριος
-
3 Ἰκάριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἰκάριος
-
4 Ἰκάριος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἰκάριος
-
5 Ικαρία
Ἰκαρίᾱ, Ἰκάριοςfem nom /voc /acc dualἸκαρίᾱ, Ἰκάριοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἰκαρίᾱͅ, Ἰκάριοςfem dat sg (attic doric aeolic) -
6 Ικαρίας
-
7 Ἰκαρίας
-
8 Ικαρίων
-
9 Ἰκαρίων
-
10 Ικάριον
-
11 Ἰκάριον
-
12 Ικαρίαις
-
13 Ἰκαρίαις
-
14 Ικαρίαισι
-
15 Ἰκαρίαισι
-
16 Ικαρίαισιν
-
17 Ἰκαρίαισιν
-
18 Ικαρίαν
-
19 Ἰκαρίαν
-
20 Ικαρίη
См. также в других словарях:
Ἰκάριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ικάριος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν πατέρας της Πηνελόπης, γιος του Περιήρη και της κόρης του Περσέα, Γοργοφόνης, αδελφός του Τυνδάρεω, του Λεύκιππου και του Αφα ρέα. Σύμφωνα με κάποια άλλη εκδοχή ήταν γιος του Οίβαλου, γιου του Περιήρη, και της νύμφης… … Dictionary of Greek
Ἰκαρίων — Ἰκάριος fem gen pl Ἰκάριος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰκάριον — Ἰκάριος masc acc sg Ἰκάριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Икарий — (Ίκάρίος) в мифологии: 1) обитатель Аттики, гостеприимно угощавший в своем доме Диониса, в царствование Пандиона. В благодарность Дионис дал И. виноградную лозу и меха с вином. И., желая распространить виноделие, странствовал по Аттике, угощая… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ἰκαρίαις — Ἰκάριος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰκαρίαισι — Ἰκάριος fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰκαρίαισιν — Ἰκάριος fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰκαρίη — Ἰκάριος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰκαρίην — Ἰκάριος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰκαρίης — Ἰκάριος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)