Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Ἰθακησία

См. также в других словарях:

  • Ἰθακησία — Ἰθακησίᾱ , Ἰθακήσιος to Ithaca fem nom/voc/acc dual Ἰθακησίᾱ , Ἰθακήσιος to Ithaca fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰθακησίᾳ — Ἰθακησίᾱͅ , Ἰθακήσιος to Ithaca fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰθακησίαν — Ἰθακησίᾱν , Ἰθακήσιος to Ithaca fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιθακήσιος — και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία) ο κάτοικος τής Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιθάκη + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος, καμπ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»