-
1 Ιθακησία
Ἰθακησίᾱ, Ἰθακήσιοςto Ithaca: fem nom /voc /acc dualἸθακησίᾱ, Ἰθακήσιοςto Ithaca: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἰθακησίᾱͅ, Ἰθακήσιοςto Ithaca: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Ἰθακησία
Βλ. λ. Ιθακησία -
3 Ἰθακησίᾳ
Βλ. λ. Ιθακησία -
4 Ιθακησίαν
-
5 Ἰθακησίαν
См. также в других словарях:
Ἰθακησία — Ἰθακησίᾱ , Ἰθακήσιος to Ithaca fem nom/voc/acc dual Ἰθακησίᾱ , Ἰθακήσιος to Ithaca fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰθακησίᾳ — Ἰθακησίᾱͅ , Ἰθακήσιος to Ithaca fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰθακησίαν — Ἰθακησίᾱν , Ἰθακήσιος to Ithaca fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιθακήσιος — και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία) ο κάτοικος τής Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιθάκη + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος, καμπ ήσιος)] … Dictionary of Greek