-
1 Ιαωλκού
-
2 Ἰαωλκοῦ
-
3 Ἰαολκός
̆ιᾰολκός (v. West., Glotta, 1963, 278.) in Thessaly. ἐς εὐδείελον χθόνα — κλειτᾶς Ἰαολκοῦ (Schr.: Ἰωλκοῦ codd.: Ἰαωλκοῦ Boeckh) P. 4.77 ἐς δ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος (Schr.: δ' ἰωλκὸν codd.: δὲ ἰωλκὸν byz.) P. 4.188 ( Πηλεὺς) ὃς καἷ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος (Schr.: Ἰωλκὸν codd.: Ἰαωλκὸν Boeckh) N. 3.34 λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (v. l. Ἰαωλκὸν) N. 4.54 “ Πηλέι ὅν τ εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον (Schr.: Ἰαωλκοῦ cod.) I. 8.40
См. также в других словарях:
Ἰαωλκοῦ — Ἰαωλκός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)