-
1 ἶερο-πρεπής
ἶερο-πρεπής, ές, dem Heiligen geziemend, anständig, ehrwürdig; καὶ νῦν ἐν τῇ ἑορτῇ δοκεῖς ἱεροπρεπέστατος εἶναι τῶν προγεγενημένων Xen. Conv. 8, 40, du scheinst den meisten priesterlichen An. stand zu haben; ὄνομα Plat. Theag. 122 d; ἡ κνίσσα ϑεσπέσιος καὶ ἱεροπρεπής Luc. sacrif. 13. – Adv., Sp., wie Heraclid. alleg. Hom. 2.
-
2 ἶεροπρεπής
ἶερο-πρεπής, ές, dem Heiligen geziemend, anständig, ehrwürdig
См. также в других словарях:
νεκροπρεπής — νεκροπρεπής, ές (Α) αυτός που αρμόζει στους νεκρούς («νεκροπρεπὲς μνῆμα», Γρηγ. Ναζ.) επίρρ... νεκροπρεπῶς (Α) με τρόπο που αρμόζει σε νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ιερο πρεπής, μεγαλο πρεπής] … Dictionary of Greek
ξενοπρεπής — ές (ΑΜ ξενοπρεπής, ές) 1. αυτός που αρμόζει σε ξένους 2. παράδοξος, ασυνήθιστος. επίρρ... ξενοπρεπώς (Α ξενοπρεπῶς) με ξενοπρεπή τρόπο, όπως αρμόζει σε ξένους ή όπως συνηθίζεται από ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. δουλο… … Dictionary of Greek
ιεροπρεπής — ές (ΑΜ ἱεροπρεπής, ές) 1. αυτός που αρμόζει σε ιερό πρόσωπο ή σε ιερή τελετή 2. (για πρόσ.) σεβάσμιος, αξιοσέβαστος. επίρρ... ιεροπρεπώς (Α ἱεροπρεπῶς) με ιεροπρεπή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, μεγάλο… … Dictionary of Greek