-
1 ιππαρχος
ὅ1) гиппарх, командующий конницей (в Афинах было два выборных гиппарха, которым были подчинены 10 φύλαρχοι)2) управляющий конями(Ποσειδῶν Pind.)
3) (у римлян; лат. magister equitum) начальник конницы Plut.
См. также в других словарях:
κράταρχος — κράταρχος, ὁ (Μ) κρατάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος + αρχος (< ἀρχός), πρβλ. δήμ αρχος, ίππ αρχος] … Dictionary of Greek
λήσταρχος — ο, θηλ. λησταρχίνα (AM λήσταρχος, Μ θηλ. λησταρχίνα) αρχηγός συμμορίας ληστών, αρχιληστής (α. «Εκεί δρούσε ο διαβόητος λήσταρχος Γιαγκούλας» β. «ὁ λῄσταρχος ὁ Λυσιτανός δίκαιος ἦν ἐν ταῑς διανομαῑς τῶν λαφύρων», Διόδ.) νεοελλ. μτφ. αισχροκερδής.… … Dictionary of Greek
ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… … Dictionary of Greek
κληρουχαρχώ — κληρουχαρχῶ, έω (Α) (είμαι επικεφαλής μιας ομάδας κληρούχων, διοικώ μια κληρουχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληροῦχος + αρχῶ (< αρχος < ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δημ αρχώ, ιππ αρχώ] … Dictionary of Greek