-
1 ικατο
См. также в других словарях:
ἵκατο — ἱκνέομαι come plup ind mp 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ικατο
ἵκατο — ἱκνέομαι come plup ind mp 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)