Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἴωσ'

  • 1 Ίωσ'

    Ἴωσι, Ἴων
    the Ionians: masc dat pl

    Morphologia Graeca > Ίωσ'

  • 2 Ἴωσ'

    Ἴωσι, Ἴων
    the Ionians: masc dat pl

    Morphologia Graeca > Ἴωσ'

  • 3 ίωσ'

    ἴωσι, εἶμι
    ibo: pres subj act 3rd pl
    ἴωσι, εἰμί
    sum: pres subj act 3rd pl (doric)
    ἴωσι, ἴωσις
    refinement: fem voc sg
    ἴ̱ωσο, ἰόομαι
    become: plup ind mp 2nd sg
    ἴ̱ωσο, ἰόομαι
    become: perf imperat mp 2nd sg
    ἴ̱ωσαι, ἰόομαι
    become: perf ind mp 2nd sg
    ἴωσαι, ἰόομαι
    become: aor imperat mp 2nd sg
    ἴ̱ωσα, ἰόω
    become: aor ind act 1st sg
    ἴ̱ωσο, ἰόω
    become: plup ind mp 2nd sg
    ἴ̱ωσο, ἰόω
    become: perf imperat mp 2nd sg
    ἴ̱ωσε, ἰόω
    become: aor ind act 3rd sg
    ἴ̱ωσαι, ἰόω
    become: perf ind mp 2nd sg
    ἴωσαι, ἰόω
    become: aor imperat mid 2nd sg
    ἴωσα, ἰόω
    become: aor ind act 1st sg (homeric ionic)
    ἴωσε, ἰόω
    become: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ίωσ'

  • 4 ἴωσ'

    ἴωσι, εἶμι
    ibo: pres subj act 3rd pl
    ἴωσι, εἰμί
    sum: pres subj act 3rd pl (doric)
    ἴωσι, ἴωσις
    refinement: fem voc sg
    ἴ̱ωσο, ἰόομαι
    become: plup ind mp 2nd sg
    ἴ̱ωσο, ἰόομαι
    become: perf imperat mp 2nd sg
    ἴ̱ωσαι, ἰόομαι
    become: perf ind mp 2nd sg
    ἴωσαι, ἰόομαι
    become: aor imperat mp 2nd sg
    ἴ̱ωσα, ἰόω
    become: aor ind act 1st sg
    ἴ̱ωσο, ἰόω
    become: plup ind mp 2nd sg
    ἴ̱ωσο, ἰόω
    become: perf imperat mp 2nd sg
    ἴ̱ωσε, ἰόω
    become: aor ind act 3rd sg
    ἴ̱ωσαι, ἰόω
    become: perf ind mp 2nd sg
    ἴωσαι, ἰόω
    become: aor imperat mid 2nd sg
    ἴωσα, ἰόω
    become: aor ind act 1st sg (homeric ionic)
    ἴωσε, ἰόω
    become: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἴωσ'

См. также в других словарях:

  • Ἴωσ' — Ἴωσι , Ἴων the Ionians masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴωσ' — ἴωσι , εἶμι ibo pres subj act 3rd pl ἴωσι , εἰμί sum pres subj act 3rd pl (doric) ἴωσι , ἴωσις refinement fem voc sg ἴ̱ωσο , ἰόομαι become plup ind mp 2nd sg ἴ̱ωσο , ἰόομαι become perf imperat mp 2nd sg ἴ̱ωσαι , ἰόομαι become perf ind mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προανίστημι — Α [ἀνίστημι] 1. ανεγείρω κάτι προηγουμένως («δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων», Ιώσ.) 2. μέσ. προανίσταμαι α) παρασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου («ὅσα κήπων προανεστήσαντο καὶ δένδρων οἱ οἰκήτορες», Ιώσ.) β) ξεκινώ σε αγώνα δρόμου πριν από… …   Dictionary of Greek

  • προσεξάπτω — Α 1. εξάπτω, ανάβω περισσότερο («βρονταὶ σκληραὶ προσεξαπτομένης ἀστραπῆς», Ιώσ.) 2. μτφ. διεγείρω περισσότερο («προσεξῆψαι τὴν ὀργήν», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • υπαγόρευση — η / ὑπαγόρευσις, ορεύσεως, ΝΜΑ [ὑπαγορεύω] νεοελλ. 1. απαγγελία κειμένου σε κάποιον ή σε κάποιους, συνήθως σε αργό ρυθμό, προκειμένου να γραφεί ή να επαναληφθεί προφορικά («διαβάζει σε ρυθμό υπαγόρευσης») 2. παρακίνηση, συμβουλή, νουθεσία («η… …   Dictionary of Greek

  • υποκόπτω — Α (κυριολ. και μτφ.) παραλύω (α. «ὑποκεκομμένοι τὰ νεῡρα», Ιώσ. β. «πάσας αὐτῶν ὑποκόπτεσθαι τὰς ἐλπίδας», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 1 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 1 …   Wikipedia

  • Papyrus 1 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 1 …   Deutsch Wikipedia

  • Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… …   Dictionary of Greek

  • ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …   Dictionary of Greek

  • έξαρθρος — ἔξαρθρος, ον (Α) 1. εξαρθρωμένος, αυτός που έπαθε λύση τής άρθρωσης, μετατόπιση τού άρθρου, τού οστού, εξάρθρωση («τοῡ δεξιοῡ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι», Ιώσ.) 2. αυτός που έχει εξέχοντα τα άρθρα, κακώς σχηματισμένες τις αρθρώσεις («ἄλλοι γὰρ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»