-
121 ἀ-βλεμής
ἀ-βλεμής, ές, (vgl. βλεμεαίνω nach Schol. Nic.; Crion erkl. es falsch für ἀμελής; eigtl. nichttrotzig, muthig blickend, dah. ἵπποι λήϑαργοι bei Suid. auch ἀβλεμεῖς heißen; Hea. ἄτολμος; dann überh.) schwach, Nie. Al. 82; ἀβλεμὲς προςπίπτει Lonain. 29, es klingt schwach. – Adv. ἀβλεμέως πίνειν Panyas. bei Athen. II, 36 d, unenthaltsam trinken ( Huld. ἀφροντίστως).
-
122 ἀορτήρ
ἀορτήρ, ῆρος, ὁ (ἀείρω), woran etwas hangend getragen wird, der Träger; Hom. fünfmal: Od. 13, 438. 17, 198. 18, 109 ἀεικέα πήρην, πυκνὰ ῥωγαλέην· ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ, ein gedrehter Strick; 11, 609 σμερδαλέος δέ οἱ ἀμφὶ περὶ στήϑεσσιν ἀορτήρ χρύσεος ἦν τελαμών: Iliad. 11, 31 περὶ κουλεὸν ἦεν ἀργύρεον, χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός, Degengehenk; – = ζωστήρ Phereer. Poll. 10, 162. – Bei Dio Chrys. sind ἵπποι ἀορτῆρες die Leinpferde, die nicht am Joch, sondern an Zugriemen ziehen, v. l. ἀκροτῆρες.
-
123 ἀλεγεινός
ἀλεγεινός, ή, όν, = ἀλγεινός (ἀλέγω), schmerzhaft, Schmerz bereitend, Hom. ose, ἀγγελίῃ Iliad. 2, 787, πυρῆς 4, 99, αἰχμή 5, 658, νηπιέῃ 9, 491, ὀδύνη 11, 398, πνοιῇ Βορέω 14, 395, κακορραφίης 15, 16, ρέεϑρα 17, 749, μάχης 18, 248, ἀγηνορίης 22, 457, πυγμαχίης 23, 653, παλαισμοσύνης 28, 701, κύματα 24, 8, μαχλοσύνην 24, 30, ὑπερβασίης Od. 3, 906, εὶρεσίης 10, 78, ἐφημοσύνης 12, 226, ρυστακτύος 18, 224; ἔνϑα μάλιστα γίγνετ' Ἄρης ἀλεγεινὸς βροτοῖσιν Iliad. lg, 569; (ἵπποι) οἱ δ' ἀλεγεινοὶ ἀνδράσι γε ϑνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ' ὀχέεσϑαι, ἄλλῳ γ' ἤ Ἀχιλῆι Iliad. 10, 402; – μεριμνήματα Pind. frg. 245; κῆδος Ap. Rh. 3, 692; Agath. 1 (X, 68) ἄνδρες. – Adv. ἀχνύμενος ἀλεγεινῶς Qu. Sm. 3, 557.
-
124 ἀλινδήθρα
ἀλινδήθρα, ἡ, Wälzplatz für die Pferde, B. A. 4 τόπος ἐν ᾡ καλινδοῦνται οἱ ἵπποι καὶ ἄλλοι ἐξακούμενοι τὸν κάματον; ἐπῶν, Tummelplatz, Ar. Ran. 902.
-
125 ἀθλο-φόρος
ἀθλο-φόρος, = ἀεϑλοφόρος, den Kampfpreis davontragend, erringend, Hom. Iliad. 11, 699 τέσσαρςς ἀϑλοφόροι ἵπποι, 9, 124. 266 δώδεκα δ' ἵππους πηγοὺς ἀϑλοφόρους, οἳ ἀέϑλια ποσσὶν ἄροντο; – ἄνδρες Pind. Ol. 7, 7 u. Sp. D.; νίκη Mel. 123 (VII, 428).
-
126 ἀέθλιον
ἀέθλιον, τό, ep. u. Ion., eigentl. neutr. adject. von ἄεϑλος ἄεϑλον, auf homerische Art für das substant. gebraucht; Kampfpreis, Il. 23, 537 ἀλλ' ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέϑλιον, 9, 124 ἵππους πηγοὺς ἀϑλοφόρους, οἳ ἀέϑλια ποσσὶν ἄροντο, 127 ὅσσα μοι ἠνείκαντο ἀέϑλια μώνυχες ἵπποι; der Wettkampf selbst, Od. 8, 108 ἀέϑλια ϑαυμανέοντες, 21, 4 τόξον μνηστήρεσσι ϑέμεν πολιόν τε σίδηρον ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος, ἀέϑλια καὶ φόνου ἀρχήν, vgl. 24, 169; Kampfgeräthe, Od. 21, 62 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' ἀμφίπολοι φέρον ὄγκιον, ἔνϑα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός, ἀέϑλια τοῖο ἄνακτος, vgl. 117. – Auch sp. D., wie Ap. Rh. 1, 997.
-
127 ἁμιλλητήριοι
ἁμιλλητήριοι ἵπποι, Rennpferde, Aristid.
-
128 ἁλωεινός
См. также в других словарях:
Ἱπποί — Ἱππός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποί — ἱππόομαι have the concept pres subj mp 2nd sg ἱππόομαι have the concept pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἵπποι — Ἵππος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵπποι — ἵππος horse masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Греческий — ἵπποι ταί με φέρουσιν, ὅσον τ′ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι, πέμπον, ἐπεί μ′ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι δαίμονος, ἣ κατὰ πάντ′ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα· τῆι φερόμην· τῆι γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ′ ὁδὸν ἡγεμόνευον. ἄξων δ′… … Определитель языков мира по письменностям
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
τετράορος — και συνηρ. τ. τέτρωρος, ον, ΜΑ 1. το ουδ. ως ουσ. το τέτρωρον α) τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) η άνω επιφάνεια τού αστραγάλου 2. φρ. α) «τετράοροι ἵπποι» τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) «τετράορον ἅρμα» το τέθριππο αρχ. τετράποδος («ὑψίκερω… … Dictionary of Greek
NISAEI Equi — olim illustres, in Mediae campo, Nisaeo, qui proceri admodum erant corporis. Herodot. in Polybymn. Ἔςι πεδίον μέγα τῆς Μηδικῆς, τῷ ὄνομά ἐςι Νίσαιον᾿ τοὺς ὦν δὴ ἵππους τοὺς μεγάλους φέρει τὸ πεδίον τοῦτο. Mediae campus est magnus, Nisaeus nomine … Hofmann J. Lexicon universale
νεόλεκτος — (I) η, ο αυτός που λέχθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λεκτος (< λέγω), πρβλ. ιδιό λεκτος, καινό λεκτος]. (II) ο (ΑΜ νεόλεκτος, ον) αυτός που κατατάχθηκε στον στρατό πρόσφατα, νεοσύλλεκτος νεοελλ. φρ. «νεόλεκτοι ίπποι» ίπποι που… … Dictionary of Greek
Dative case — The dative case (abbreviated dat, or sometimes d when it is a core argument) is a grammatical case generally used to indicate the noun to whom something is given, as in George gave Jamie a drink . In general, the dative marks the indirect object… … Wikipedia
МИДИЯ — • Media, η̉ Μηδία, по древнеперсидски Мада, т. е. срединная земля. М., большая область Внутренней Азии, граничила на востоке с Парфиею и Гирканиею, на юге с Персидою и Сусианою, на западе с Ассириею и Армениею, на севере с Каспийским… … Реальный словарь классических древностей