Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἴπνια

См. также в других словарях:

  • ἴπνια — of an oven neut nom/voc/acc pl ἴπνιος of an oven neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίπνιος — ἴπνιος, ία, ον (Α) [ιπνός] 1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν*, στον κλίβανο, στον φούρνο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»