-
1 ἴησις
ἴησις, ion. = ἰάσιμος, ἴασις, eben so ἰήτειρα, ἰητήρ, ἰητρός, ἰήτωρ u. ä.
-
2 ἰᾱσις
ἰᾱσις, ἡ, ion. ἴησις, das Heilen, die Heilung; Soph. O. R. 68; οἷς (πήμασιν) ἴασιν οὐκ ἔνεστ' ἰδεῖν Tr. 1199; τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις Plat. Phil. 46 a; übertr., σκόπει αὐτῶν λύσιν τε καὶ ἴασιν τῶν τε δεσμῶν καὶ τῆς ἀφροσύνης Rep. VII, 515 c; περὶ Ἔρωτος φυλακήν τε καὶ ἴασιν Conv. 188 c; vgl. Legg. I, 635 a; Hippocr. u. Sp., wie Luc. Scyth. 2; die Heilkunde, Plut. Gryll. 9.
См. также в других словарях:
ίησις — ἴησις, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. ίασις … Dictionary of Greek
ίαση — ἡ (ΑΜ ἴασις, Α ιων. τ. ἴησις) [ιάομαι, ώμαι] θεραπεία, γιατρειά («τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις», Πλάτ.) μσν. αρχ. 1. απαλλαγή από κάτι (α. «... ὁ Κύριος... δι ἡμᾱς ἄνθρωπος γέγονεν, ὅπως... τῶν παθῶν τῶν ἡμετέρων συμμέτοχος γενόμενος και ἴασιν ποιήσηται» … Dictionary of Greek